ἀπάλαφρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπάλαφρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπάλαφρα ἐπίρρ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσ. Τριφυλ.) –ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 69 –Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπάλαφρος. Τύπ. ἀπαλαφρὰ ἐν Γύπαρ. πρᾶξ. Ε στ. 34 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 268) «μηδένα οἱ σαγίττες μου ποτὲ δὲν θανατώνουν, | μόνο γλυκεˬὰ κι ἀπαλαφρὰ πᾶσα καρδιὰ πληγώνουν».

Σημασιολογία

Οὐχὶ ἐντόνως, ἐλαφρῶς πως, ἀσθενῶς, ἐπαναλαμβανόμενον πολλάκις πρὸς ἐπίτασιν τῆς σημ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀπάλαφρα ἀπάλαφρα νὰ μὲ τρίψῃς Κρήτ. Ἀπάλαφρ’ ἀπάλαφρα ἄλλαξέ μου τὴν πληγὴ Ἀρκαδ. Ὅσο νά ’ναι θὰν τοῦ ᾿ρθῃ ἀπάλαφρα (δὲν θὰ αἰσθανθῇ τὸ βάρος) Μεσσ. Ὁ Ἀργύρις μιˬὰν αὐγινὴ ἀπάλαφρα φύσαε τὴ φλογέρα του ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾿ἀν. Συνών. ἀλαφρὰ 2, ἀνάλαφρα 1, ἀναχλὰ 1, γλυκά, μαλακά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/