ἀπάλαφρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάλαφρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπάλαφρος ἐπίθ. Κέρκ. Κρήτ. –ΚΘεοτόκ. Οἱ σκλάβ. 233 –Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρός.
Σημασιολογία
Οὐχὶ ἔντονος, ἐλαφρός πως, ἀσθενὴς ἔνθ’ ἀν.: Ἐπῆρα μιὰ bάλλα ᾿ς τὸ μερό, μὰ ἔπεψεν ὁ Θεὸς κ’ ἦταν ἀπάλαφρη (μερὸς=μηρός, ἔπεψεν=ηὐδόκησε) Κρήτ. Ἔσκυψε μ᾿ ἀπάλαφρη τρεμούλλα τοῦ κορμιˬοῦ ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA