ἁπάλεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπάλεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁπάλεμα τό, Κρήτ. –(Νουμᾶς 284,2) ἁπάλιμα Μακεδ. ’παλιμ-μὰ ἡ, Ἀπουλ. (Καλημ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἁπαλένω.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ κάμῃ τίς τι ἁπαλὸν ἢ τὸ νὰ γίνῃ τι μαλακόν, ἁπάλυνσις, μαλάκωμα Ἀπουλ. (Καλημ.) Κρήτ. 2) Φάρμακόν τι ἢ ἐπίθεμα ἁπαλυντικὸν Μακεδ. – (Νουμᾶς ἔνθ’ ἀν.): ᾿Εγὼ ἔβαζα μονάχος μου ἁπαλέματα (Νουμᾶς ἔνθ’ ἀν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA