ἁπαλένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπαλένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁπαλένω, ἁπαλύνω Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἁπαλύνου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἁπαλένω σύνηθ. ἁπαλένου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. ’παλένω Καλαβρ. (Μπόβ.) Κρήτ. ’παλέν-νω Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἁπαλύνω. Ἡ λ. καὶ ἐν ᾽Ερωτοκρ. Δ 167 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «τελειώνουν τὰ ξηλώματα, τὸ δυνατὸ ἁπαλένει, ǀ ὅλα μερώνουν, κάτεχε, κι ἄσ’ τὸν καιρὸ νὰ πηαίνῃ».

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Καθιστῶ τι ἁπαλόν, μαλακὸν πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἁπαλένω τὸ ψωμὶ ᾿ς τὸ νερὸ Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μαζαίικ. Τρίκκ.) Μὴν τὴν ἁπαλένῃς πολὺ τὴ ζύμη, γιˬατὶ θὰ χαλάσῃς τὰ κουλούριˬα Μῆλ. Αὐτὴ ἡ ἀ’φὴ ἁπαλέ’ τὰ σπ’ριˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Καὶ ἀμτβ. καθίσταμαι ἁπαλός, ἁπαλύνομαι σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἁπαλένει ἡ ζύμη. Βάλε ψωμὶ ᾿ς τὸ νερὸ ν’ ἁπαλύνῃ σύνηθ. Μὲ τὸ νερὸ ποῦ ’καμε, λέω πῶς θενὰ ’παλύνουνε τὰ χωράφιˬα Κρήτ. Τὸ παξιμάδι μας ὅσην ὥρα κιˬ ἂ d’ ἀφίσωμε ’ς τὸ νερὸ δὲν ἁπαλένει αὐτοθ. Βάλι τ᾿ κατάπλασμα ν’ ἁπαλύ’ (ἐνν. τὸ σπυρὶ) Μακεδ. (Κοζ.) Ἔβρεξεν κ᾿ ἐπάλυνεν τὸ χῶμαν Πόντ. (Χαλδ.) Ξάι ᾿κ᾿ ἐπάλυνεν τὸ πετσὶν (διόλου δὲν ἁπάλυνεν τὸ δέρμα) αὐτόθ. Θῆκον ὀλίγον παστίλλαν ἀπάν ᾽ς σὸ μεδέντ’ ν᾿ ἁπαλύν’ (μεδέντ’=πυῶδες ἀπόστημα) αὐτόθ. Συνών. μαλακώνω. 2) Διαβρέχω, ὑγραίνω τι Καλαβρ. (Μπόβ.): ᾎσμ. Ὠ μ-μου λίgο νερό, ἄ μὲ ’gαπάῃ, γιˬὰ νὰ ’παλύν-νω τά... χειλούτιˬα (Ὡ μ-μου=δῶσε μου, χειλούτιˬα=χειλάκια). Καὶ ἀμετβ. καθίσταμαι διάβροχος, ὑγραίνομαι Πελοπν.: Φύγε μὴν ἁπαλένῃς ’ς τὰ νερά. 3) Γίνομαι ὑδαρὴς Παξ.: Μὲ τὰ γεράματα ἁπαλένει τὸ μυˬαλὸ τ’ ἀνθρώπου. Συνών. νερουλλιˬάζω. Β) Μεταφ. 1) Καθιστῶ τινα ἤπιον, μετριάζω τὴν ἀγριότητα, τὴν τραχύτητά τινος, ἐξευγενίζω, καταπραΰνω ΙΔραγούμ Ἑλληνισμ. καἱ Ἕλλην. 79 ΔΤαγκοπ. Μητέρ. 3: Ὁ πολιτισμὸς μὲ τοὺς Ἕλληνες ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ ἁπαλένει τοὺς βαρβάρους ΙΔραγούμ. ἔνθ’ ἀν. Μὲ λυτρώνουν ἀπὸ τὸ μαῦρο βραχνᾶ καὶ μοῦ ἁπαλένουνε τὴν ψυχή μου ΔΤαγκόπ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι ἤπιος, μαλακός, καταπραΰνομαι Θρᾴκ. (Αἶν.): Κρήτ.: Ὅ,τι κιˬ ἀνὲ τοῦ λέμε αὐτὸς δὲν ἁπαλένει Κρήτ. Μὲ τὰ πολλὰ ἐπάλυνε κ᾿ ἐσυβάστηκε νὰ γενῇ ὁ γάμος αὐτόθ. β) Βελτιοῦμαι, ἐπὶ τοῦ καιροῦ Θρᾴκ.(Αἶν.): Ἁπαλέ’ οὑ κιρός. 2) ’Ελαττώνω τὴν ἔντασιν ἢ τὴν ζωηρότητά τινος ΙΔραγούμ. Σαμοθρ.227: Τὸ φῶς ἁπαλένει τὰ χρώματα καὶ μακρένει τοὺς ἥσκιˬους. β) Μετριάζω τι ΙΠαναγιωτόπ. ἐν Ἀνθολ. Η’Αποστολίδ. 320: Ποίημ. Ἡ νύχτα ἀπόψε ἔχει ἐτσιδὰ τὴ θλῖψι μου ἁπαλύνει ποῦ εἶναι ὡς νὰ βρίσκωμαι ἀντικρὺ ’ς τὴ μυστική σου κλίνη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/