ἀσπρολουλουδίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρολουλουδίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσπρολουλουδίζω Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσπρολούλουδο.
Σημασιολογία
Λάμπω ἐκ τῆς λευκότητος: Κοίταξε πῶς ἀσπρολουλουδίζουν τὰ ροῦχα της! Συνων. ἀσπρομαχῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA