γκεβρεντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκεβρεντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκεβρεντίζω ἐνιαχ. gεβρεdίζω Θράκ. (Τσακίλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gevremek= ξηραίνομαι.
Σημασιολογία
Ξηραίνομαι, καθίσταμαι εὔθραυστος: Gεβρέd’σανε τὰ κριθάριˬα καὶ χύν’dαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA