γκεβσεντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκεβσεντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκεβσεντίζω ἀμάρτ. κεφσετίν-νου Λύκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gevşemek=χαλαροῦμαι, ἐξασθενοῦμαι.
Σημασιολογία
Χαλαροῦμαι, ἡρεμῶ, ὑποχωρῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA