ἀσπρομάλλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρομάλλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσπρομάλλης ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀσπρομάλ-λdης Ρόδ. ἀσπρουμά᾽ς βόρ. ἰδιώμ. ἀσπρόμαλλος πολλαχ. ἀσπρόμαλλους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Θηλ. ἀσπρομάλλισσα Κ. Παλαμ. Τραγούδ. πατρ. 23 ἀσπρομαλλοῦ ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. μαλλί. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων λευκὴν κόμην, λευκόθριξ, ἐπὶ ἀνθρώπων ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀσπρομάλλης γέρως. Ἀσπρομάλλα γρα͜ιά. Ἀσπρομάλλικο παιδὶ σύνηθ. Ἀσπρομάλλισσα γρϊούλλα Κ. Παλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἀσπρόμαλλο κεφάλι Κ. Κρυστάλλ. Ἔργα 2,132 || Φρ. Ἀσπρομάλλην νὰ ἐλέπω σε! (εἴθε νὰ σὲ ἴδῶ λευκότριχα, γέροντα! Εὐχὴ) Κερασ. || Ποιήμ. Δουλεύουμε ἄσπρομάλληδες καὶ νεˬοὶ καὶ τ᾽ ἀγανὸ καὶ τὸ κρουστὸ παννὶ Κ. Παλαμ. Πολιτ μοναξ.2 136 Τὸν ἀσπρομάλλη τὀν βορεˬὰ πο͜ιὸς τὸν ρωτᾷ ἂν σφυρίζῃ Ι. Πολέμ. Ἀλάβαστρ.2 184 Δῶθε ἀπὸ γέρω ἀσπρόμαλλο, ᾽κεῖθε ἀπὸ νεˬὸ ζευγάρι Π. Νιρβάν. ἐν Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ. 274. Ἀντίθ. μαυρομάλλης. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπῶν. ἐνιαχ. καὶ ὡς παρων. Ἀθῆν. β) Οὐσ., γέρων σύνηθ. 2) Ὁ ἔχων λευκὸν τρίχωμα, ἐπὶ ζῴων πολλαχ.: Ἀσπρομάλλικο πρόβατο - σκυλλὶ κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA