γουναρικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουναρικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουναρικὸ τό, κοιν. γουναρ᾽κὸ κοιν. βορ. ὶδιωμ. γουνερικὸ Ζάκ.
Ετυμολογία
Οὐδ. τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. γουναρικός.
Σημασιολογία
1) Δέρμα ζῴου κατάλληλον διὰ τὴν κατασκευὴν γούνας κοιν. 2) Γούνα 2, τὸ ὁπ. βλ., Ζάκ. 3) Γούνα 3, τὸ ὁπ. βλ., κοιν. 2 Πουλάει - ἐμπορεύεται γουναρικὰ κοιν. Στοῖβες ἀπάτητες τὰ γουναρικὰ Α. Καρκαβίτσ., Λόγ. πλώρ., 216. Τὰ γουναρικὰ ἐπλάσθησαν ὡρισμένως διὰ τὰς γυναῖκας Π. Νιρβάν., Γύρω ἀπὸ τὸν ἔρωτ., 128. 4) Μετων., ἡ τάξις τῶν πλουσίων ἀνθρώπων Λαογρ. 1 (1909), 678: Ἒ ἀδελφοὶ Χριστιανοί, νὰ εἴμαστε συγκεντρωμένοι, ὄχι, ὄχι ποὺ μᾶς ὀνομάζουν οἱ ἄρχοντες καὶ τὸ γουναρικὸ κλέφτες, νὰ ἐλευθερώσουμε τοὺς ζωντανοὺς (ἐκ παραδόσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA