γουνᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουνᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γουνᾶτος ἐπίθ. Κῶς (Πυλ.) Πελοπν. (Καρδαμ.) Χίος - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. γουνᾶτους Λῆμν. (Πλάκ.) Μακεδ. (Νάουσ.) γ᾽νᾶτους Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γούνα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ᾶτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ κατεσκευασμένος ἀπὸ γούναν Λῆμν. (Πλακ.) - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ.: Γουνᾶτο πανωφόρι Λεξ. Δημητρ. 2) Ὁ φορῶν γούναν καὶ μετων ὁ πλούσιος Κῶς (Πυλ.) Λέσβ. Πελοπν. (Καρδαμ.) Χίος: || Γνωμ. Τ᾽ ἅι-Νικόλα ἕρκεται τὰ ιόνιˬα φορτωμένος· | αιρέτα μου τοὺς γουνάτους, τοὺς καρσάτους | καὶ τοὺς ἀξυπόλυτους διπλοαιρέτα μού τους (καρσάτους = τοὺς φοροῦντας κάλτσες) Πυλ. || Αἰνίγμ. Τοὺς γουνάτους προσκυνᾷ τους, τοὺς καπάτους χαιρετᾷ τους, μὰ τοὺς μονοβρακάτους τσάργα μπαίνει, τσάργα βγαίνει (ὁ ψυχρὸς βορρᾶς, ὁ χειμὼν) Χίος. Τοὺς ρασάτους χαιρετᾷ τους τοὺς γουνάτους προσκυνᾷ τους καὶ τοὺς λινομεταξάτους ἔχει dράβαλα μὲ δαύτους (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Καρδαμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/