γουνέλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουνέλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουνέλα ἡ, Βιθυν. Ζάκ. Κορσ. Κρήτ. Χίος - Λεξ. Βάιγ. Αἰν. Μ. Ἐγκυκλ. Δημητρ. γουνέḍḍα Καλαβρ. (Μπόβ.) γουν-νέλ-λα Κάρπ. Κάσ. Νίσυρ. Σύμ. γ᾽νέλα Θρᾴκ. Μακεδ. (Δρυμ.) Προπ. (Κύζ.) Σάμ. Σκῦρ. Στερελλ. (Εὐρυταν. Μεσολόγγ. Περίστ.) βουν-νἑλ-λα Κάρπ. ᾽ουν-νέλ-λα Κάρπ.
Ετυμολογία
Τὸ Ὑστεροβυζαντ. οὐσ. γουνέλα, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ Ἰταλ. gonellα = φόρεμα ἀνδρικὸν ἢ γυναικεῖον. Βλ. Σαχλίκ., Γραφαὶ καὶ ἀφηγήσεις, στ. 516 (ἔκδ. Wagner, σ. 97) «Ἐκεῖ ἡ καλὴ Χανιώτισσα φορεῖ γουνέλλα μαύρη» καὶ Θανατ. Ρόδ, στ. 128 (ἔκδ. Wagner, σ. 36) «καὶ ἀπάνω εἰς τὰ τραχήλια των εἰς τὰ τουρνεύματά των | χρυσᾶ νὰ ἔχουν γουρζεριὰ μέχρι καὶ τὰ βυζιά των | καὶ ἀπέξω οἱ γουνέλλες των ἕτερα νὰ ἔχουν πάλιν | νὰ λάμπουν, ν᾽ ἀκτινοβολοῦν τὰ εὔμορφά των κάλλη». Ἡ λ. εἰς Σομ. καὶ εἰς προικοσύμφωνον τοῦ 1776 ἐκ Καρπ «Δίω τοῦ υἱοῦ μου γουνέλλες, τζοχίτικες τρεῖς» (δίω = δίδω).
Σημασιολογία
1) Ἐπενδύτης ἐκ μαλλίνου ὑφάσματος Ζάκ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάρπ. Κάσ. Μακεδ. (Δρυμ.) Σάμ.: ᾎσμ. Ἕνα γέρον ἐπάντρευγα | μὲ μιˬὰν ὄμορφη κοπέλ-λα ἀλ-λει ὁ ᾽έρος τὴ βουν-νέλ-λα | καὶ χαμοελᾶ ἡ πέλ-λα (᾽άλ-λει = βάλλει, ᾽έρος = γέρος) Κάρπ. Κάσ. 2) Βραχὺς ἐπενδύτης μέχρι τῶν γονάτων Κάρπ. Κρήτ. Νίσυρ. Σάμ. Φορεῖ μιὰ κό᾽᾽ γ᾽νέλα Σάμ. Συνών. κοντογούνι, μεντενές. 3) Βραχὺς ἀχειρίδωτος ἐπενδύτης τῶν γυναικῶν μετὰ περιερραμμένης λωρίδος ἐκ γούνας Σκῦρ. 4) Βραχὺς ἐπενδύτης μέχρι τῆς ὀσφύος Βιθυν. Προπ. (Κύζ.) 5) Ἀχειρίδωτος ἐπενδύτης Λεξ. Αἰν. 6) Ἀνδρικὸς ἐπενδύτης κλείων ἔμπροσθεν χιαστὶ ἢ σταυροειδῶς Θρᾴκ. Συνών. σταυρωτή. 7) Ἀχειρίδωτον μάλλινον περικόρμιον, εἶδος γιλέκου Στερελλ. (Εὐρυταν. Μεσολόγγ. Περίστ.) 8) Γυναικεῖον στενὸν ἔνδυμα ἐξ ἐγχωρίου ὑφαντοῦ ἐρυθροῦ ὑφάσματος, ἄνευ χειρίδων, ἀνοικτὸν εἰς τὸ στέρνον καὶ συγκρατοὑμενον διὰ πορπῶν Σύμ. Ἐσκέφτην ἡ κοπέλλα, λέ᾽ «ἂς πιˬάσω ἕνα gερὶν νὰ τὸ βαστῶ ᾽ς τήγ γουν-νέλ-λαμ μου ᾽ς τὸ gόρφομ μου». Σηκών-νει τὴγ γουν-νέλ-λαd dης καὶ καρφών-νει τη gαὶ μνιˬὰ gαἰ δγυˬὸ ἐπῆεν εἰς τὸ σπίτι dης. 9) Τὸ ἀπὸ τῆς ὀσφύος καὶ κάτω φόρεμα τῶν γυναικῶν, ἡ φούστα Κορσ. 10) Μεταφ., ὁ εὐτελής, ἄσημος ἅνθρωπος Σάμ.: Εἶι κιˬ αὐτὸς μιˬὰ γ᾽νελα! Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοῦ τύπ. Γουνέλας Πελοπν. (Γύθ.) Στερελλ. (Ραφῆν) Γουνελᾶς Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA