γουνέρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουνέρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουνέρι τό, ἀμάρτ. γουνέρ᾽ Προπ. (Ἀρτάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούνα καὶ τῆς παραγωγ. κατάλ -έρι.
Σημασιολογία
Βραχὺ ἐπανωφόριον, ἐπενδεδυμένον ἐσωτερικῶς μὲ γούναν. Συνών. γουνίτσα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA