βασανιστήριˬο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασανιστήριˬο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βασανιστήριˬο τό, πολλαχ. βασανιστήρι Κρήτ. Πάρ. κ.ἀ. βασα’στήρ’ Στερελλ (Ἀράχ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βασανιστήριον.
Σημασιολογία
Πρᾶγμα ἢ πρόσωπον προξενοῦν ταλαιπωρίας καὶ βάσανα ἔνθ' ἀν.: Ἡ ζωή του κατάντησε ἀληθινὸ βασανιστήριˬο πολλαχ. Εἶσαι βασανιστήρι, κατέεις το; Κρήτ. Συνών. βάσανο 2 β, μαρτύριˬο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA