ἀπαλλαγιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαλλαγιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαλλαγιˬάζω ἀμάρτ. ἀπαλλαιˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’παλλαιˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπαλλάγι.

Σημασιολογία

Ρυπαίνω, λερώνω τι: Πότε τ᾿ ἀπαλλαιˬάζετε τόσα ροῦχα; Ἀλλότες ἐπαλλαιˬάζαμε g’ ἐμεῖς πολλὰ ροῦχα. Ὅλα σου τὰ φουστάνιˬα τά ’χεις ἀπαλλαιˬασμένα. Ἦτον ἀπαλλαιˬασμένος καὶ βαρει͜όdανε ν᾽ ἀλλάξῃ καὶ ᾽ι͜ὰ ’φτὸ δὲν ἦβγεν ὄξω. Καὶ ἀμτβ. ρυπαίνομαι: ᾿Επαλλαι͜άσα dὰ ροῦχα ’φτά. ᾿Επαλλαιˬάσανε τὰ πιάττα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/