ἀπαλλάζω (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαλλάζω (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαλλάζω (Ι) Πελοπν. Ἦλ. Λακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀπαλλάσσω.

Σημασιολογία

Ἀπομακρύνω τι ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀπαλλάσσομαί τινος ἔνθ’ ἀν.: Τὸ ἀπάλλαξα ἀπὸ τὸ κεφάλι μου αὐτὸ τὸ κατσίκι Λακων. Συνών. ξεφορτώνομαι (ἰδ. ξεφορτώνω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/