ἀπαλλάζω (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαλλάζω (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαλλάζω (ΙΙ) Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) ἀπαλλάγω Ἀντικύθ. Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀλλάζω, παρ’ ὃ καὶ ἀλλάγω.
Σημασιολογία
1) Ἀποβάλλω τὰ παλαιὰ ἢ ρυπαρὰ ἐνδύματα καὶ ἐνδύομαι καθαρὰ ἢ ἑορτάσιμα, μετὰ ἢ ἄνευ ἀντικ. Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.): Ἔλλαξεν κ’ ἐπέλλαξεν κ᾿ ἐπῆεν ᾿ς σὸ χορόν. Συνών. ἀλλάζω Α 3 β. 2) Ἀνταλλάσσω Ἀντικύθ. Κρήτ. Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ.): Τί τό ᾿καμες τὸ γίδι; -Τὸ ἀπάλλαξα καὶ πῆρα ἄλλο Γορτυν. Συνών. ἀλλάζω Α2. Πβ. ἀπαναλλάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA