γουντικάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουντικάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γουντικάρω ἀμάρτ. γουdικάρω Ζάκ. γουdουκάρω Ζάκ. κουdουκάρω Ζάκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. guidicare.

Σημασιολογία

1) Σκέπτομαι, κρίνω. β) Νομίζω. 2) Συνομιλῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/