γουνώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουνώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουνώνω Ἄνδρ. - Π. Παπαχριστοδ., Χαμέν. Κόσμ. 29 Χριστούγ. Θρᾴκ., 29 - Ἡμερήσ. Τύπ. 25 Δεκ. 1929, σ. 5 - Λεξ. Πόππλετ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. γουνώνου Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Βιζ. Σαρεκκλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γουνώνω᾽ μα Τσακων. (Χαβουτσ.) Μετοχ. γουνουμένους Ἤπ. (Κουκούλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούνα.
Σημασιολογία
1) Ἐπενδύω ἢ διακοσμῶ ἐνδύματα διὰ γούνας ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγούνωσα τὸ φόρεμά μ᾽ μὲ ἀλεποῦ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ὁ ἄλλος ἔφαινε, ὁ ἄλλος γούνωνε Θρᾴκ. (Βιζ.) Μία γούνα ἀπὸ ἀμπᾶ σφιχτοφαμένο καὶ γουνωμένη ἀπὸ μέσα μὲ παχιˬὰ τετράπαχα γουνώματα Π. Παπαχριστοδ., Χαμέν. Κόσμ., 29 Ἕνα γουνωμένο παλτὸ Π. Παπαχριστοδ., Χριστούγ. Θρᾴκ., 29. β) Μέσ., περιβάλλομαι γούναν Θρᾴκ. (Φιλιππούπ.) 2) Μεταφ., κτυπῶ, δέρνω Τσακων. (Χαβουτσ.): Μὰ τ᾽ γουνώσω (θὰ σὲ δείρω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA