ἀσπρομελανιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρομελανιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπρομελανιˬάζω Ἀθῆν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσπρομέλανος.

Σημασιολογία

Γίνομαι ὠχρὸς καὶ μελανός: Ἅμα χαιˬδεύουν τὸ μικρό, ὁ μεγάλος ἀσπρομελανιˬάζει ἀπὸ τὴ ζήλε͜ια του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/