γοὺρ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοὺρ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Μόριο

Τυπολογία

γοὺρ μόρ. ἐνιαχ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Λέξις ἠχομιμητική, ἐκφερομένη δίς.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ παραγομένου εἰς τὰ ἔντερα ἐκ τῆς ἐν αὐτοῖς κινήσεως ἀερίων ἐνιαχ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Ἔφα φασούλιˬα κ᾽ ἡ κοιλιˬά μου ἐσήμερα ὅλη τὴν ἡμέρα κάνει γοὺρ γοὺρ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) 2) Ἐπὶ τοῦ ῆχου τῆς φωνῆς τῶν περιστερῶν ἐνιαχ.: Ἀρχινήσανε τὰ περιστέριˬα ἀπὸ τὴν αὐλὴ τὸ γοὺρ γοὺρ καὶ μοῦ πήρανε τὸ κεφάλι Πελοπν. (Γαργαλ.) 3) Ἐπὶ τοῦ ἤχου τῆς φωνῆς ὠρυομένου κυνὸς Πόντ. (Ὄφ.) 4) Ἐπὶ διαπλῆκτισμοῦ Πόντ. (Χαλδ.): Ντὸ ἔν᾽ ἀτο καὶ κάθαν ὥραν γοὺρ γούρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/