γούργουθας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γούργουθας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γούργουθας ὁ, Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.) γούργουθος ὁ, Κρήτ. (Σέλιν.) βούργουδας Κρήτ. Πληθ. γούργουθα τά, Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γούργουθας, διὰ τὸ ὁπ. βλ. Ριμ. Ἀπολλων., 318 εἰς Ἐμμ. Κριαρᾶ Λεξ. Μεσν. 4, 362: «καὶ ἀπὸ τόσον χιονητὸν κείτεται κακωμένος | ἀπέσω᾽ς ἕνα γούργουθα ὡσὰν ἀποθαμένος» Ἡ λ. καὶ εἰς Δουκ.
Σημασιολογία
Φυσικὸς ἢ τεχνητὸς λάκκος, ἐντὸς τοῦ ὁποίου συγκρατεῖται ποσότης ὕδατος ἔνθ᾽ ἀν.: Εὑρήκαμε τὸ γούργουθα γεμᾶτο κ᾽ ἐποτίσαμε τὰ βούγιˬα Κρήτ. (Νεάπ.) Συνών. ἀρόλιθος, ἀρός, γούρνα 1. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γουργοῦθοι Κρήτ. (Ἀμάρ.) Γούργουθα Κρήτ. (Νεάπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA