ἀσπρομμάτιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρομμάτιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσπρομμάτιˬασμα τό, Δ. Λουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ. 199 - Λεξ. Αἰν. Μ. Ἐγκυκλ. Βλαστ. 402 ἀσπρουμμάτιˬασμα Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀσπρομματιˬάζω.

Σημασιολογία

Τὸ λεύκασμα τῶν ὀφθαλμῶν ἐκ νόσου. Συνων ἀσπρομματιˬασμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/