βασιλεˬακὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλεˬακὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βασιλεˬακὸς ἐπίθ. βασιλκὸς Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βασιλεˬάς.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνήκων εἰς βασιλέα, βασιλικὸς ἔνθ’ ἀν.: Βασιλκὸν καράβιν Κερασ. Βασιλκὸν ὁσπίτ’ Χαλδ. Βασιλκὰ λώματα (ἐνδύματα) αὐτόθ. Βασιλκὰ ἔξοδα Οἰν. Συνών. *βασιλεˬάδικος, βασιλικὸς Α 1 β. 2) Δημόσιος ἔνθ’ ἀν.: Βασιλκὸν στράτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA