ἁπαλονύχης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπαλονύχης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπαλονύχης ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἁπαλὸς καὶ τοῦ οὐσ. νύχι.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων ἁπαλοὺς ὄνυχας, ἐπὶ ὑποζυγίων τὰ ὁποῖα ὅταν δὲν εἶναι συνηθισμένα νὰ βαδίζουν εἰς ἀνώμαλα καὶ πετρώδη μέρη παθαίνουν ἁπάλυνσιν τῶν ὀνύχων καὶ δυσκολεύονται νὰ βαδίζουν. 2) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου ὁ βαδίζων ἀργά, δυσκίνητος, νωθρός: Μούρ’ ἁπαλονύχη, πορπάθει͜ε! Συνών. ἁπαλοπόδης, ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμοπάτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA