ἁπαλὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπαλὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁπαλὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. κ.ἀ.) ἅπαλους Εὔβ. (Λίμν. Στρόπον.) Στερελλ. (Λεπεν) ἁπαὸς Α.Ρουμελ. (Καρ.) ἁπαλὲ Τσακων. ἁπαλὸ Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Μαρτ. Μαρτιν. Σολέτ.) ’παλὸς Κάλυμν. Κύπρ. Πόντ. (Ὄφ.) Σίφν. ’παλὸ Ἀπουλ. ἁπάλη ἡ, Κρήτ. Σκῦρ. ἅπαλη Πελοπν. (Λακων. Μάν. Οἰν.) ἁπά’ Μακεδ. (Καταφύγ.) ἁπάλ’ τό, Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἁπαλός. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν τύπ. ἅπαλος, ἅπαλη ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 46 (1935) 3, περὶ δὲ τοῦ τύπ. ἁπάλη πβ. ἀρχ. γαληνὸς -γαλήνη κτὅ.
Σημασιολογία
Α) ᾿Επιθετικ. 1) Μαλακός, τρυφερὸς κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Μαρτ. Μαρτιν. Σολέτ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἁπαλὸ δέρμα-μάγουλο-μαλλὶ-πάπλωμα-στρῶμα–χέρι-ψωμί. Ἁπαλὴ ζύμη κοιν. Μ᾿ τά ᾽καμι οὑ φοῦρνους ἁπαλὰ τὰ ψουμιˬὰ Σάμ. Ἁπαλὸν κρέας (χωρὶς κόκκαλα) Κοτύωρ. Τραπ. Χῶμαν ἁπαλὸν Χαλδ. Τὸ χιˬόνι... σκέπαζε μ᾿ ἕνα ἀπαλὸ κιˬ ἀφρᾶτο πάπλωμα τοὺς δρόμους καὶ τοῖς αὐλὲς Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ 1, 243 || Φρ. Ἁπαλὰ κρέατα (οἱ γλουτοὶ) Κοτύωρ. || Ποιήμ. Τώρᾳ που τουτη | ἡ κόρη φαίνεται, τὸ χόρτο γένεται | ἄνθι ἁπαλὸ ΔΣολωμ. 179 Θέλω τὰ γελαστά σου τὰ χειλάκιˬα, θέλω την ἁπαλή σου ἀγκαλεˬὰ ΓΔροσίν. ἐν Ἀνθολ. Η Ἀποστολίδ. 84. Ἡ σημ. ἀρχ. ᾽Ιδ. Ὁμ. Γ 371 «ἄγχε δέ μιν πολύκεστος ἱμὰς ἁπαλήν ὑπὸ δειρὴν» καὶ Ἀριστοφ. Λυσιστρ. 1063 «ὥστε κρέ’ ἔδεσθ’ ἁπαλὰ καὶ καλά». Συνών. ἀνάπαλος 1. 2) Ὁ χαλαρῶς στριμμένος, ἐπὶ νήματος Εὔβ. (Κάρυστ. Λίμν. Στρόπον.) Ρόδ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.): Μὲ τὴ μπαμπακόρροκα νέθεις πολὺ μαλλὶ καὶ ἅπαλου Λίμν. Θὰ dοὺ γνέσου ἅπαλου Στρόπον. Ἁπαλὴ κλωστὴ Ρόδ. Πβ. ἄκλωστος 1. 3) Ὁ ἀραιῶς ὑφασμένος Εὔβ. (Κάρυστ.): Ἁπαλὸ παννί. Συνών. ἀγανὸς 3, ἀνάγλυκος 3, ἀναλυτὸς 2, ἀνάραι͜ος 1(α), ἀραι͜ός, ἀντίθ. κρουστός, πυκνός, σφιχτός. 4) Μαλακός, ἀδύνατος, ἐλαφρός, ἐπὶ οἴνου Πελοπν. (Καλάβρυτ. Ὀλυμπ. Σουδεν.): Εἶν᾿ ἁπαλὰ τἁ κραιˬὰ ἐδῶ Καλάβρυτ. Σουδεν. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. ᾽Ιδ. Ἀθήν. 1,27 C «Ταραντῖνος δὲ καὶ οἱ ἀπὸ τοῦ κλίματος τούτου πάντες ἁπαλοί, οὐ πλῆξιν, οὐ τόνον ἔχοντες, ἡδεῖς, εὐστόμαχοι» (Ταραντῖνος ἐνν. οἶνος). 5) Οὐχὶ σφοδρὸς, ἀσθενής, ἐπὶ βροχῆς Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ): Ἦρθε μιˬὰ μπόρα ἁπαλὴ Καλάβρυτ. Εἶνι βρουχὴ ἁπαλὴ Αἰτωλ. 6) ’Εκεῖνος τοῦ ὁποίου μόλις λαμβάνει τις αἴσθησιν, οὐχὶ ἐνοχλητικός, εὐχάριστος σύνηθ.: Ἁπαλὸς μπάτης. Ἁπαλὸ ἀεράκι σύνηθ. Χάιδευε τὸ πρόσωπό μου μὲ τὸν ἁπαλὸ ἀνασασμό του Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ 1,233. 7) Οὐχὶ συνεκτικός, ὑδαρὴς Εὔβ. (Κάρυστ.): Ἁπαλὰ γινήκανε τ’ ἀβγά. Συνών. μελᾶτος, ἀντίθ. σφιχτὸς 8) Ὑγρός, κυρίως ἐπὶ ἐδάφους μαλακοῦ Κρήτ. Πελοπν (Λάστ.): Νὰ κάμωμε ἕνα ζευγάρι τσ᾿ελαι͜ὲς ἐδὰ ποῦ ᾽ναι ἀκόμη ἁπάλες (βραχυλ. ἀντί: ποῦ ᾽ναι ἀκόμη τὸ χῶμα των ἁπαλὸ) Κρήτ. 9) Μεταφ. γλυκύς, ἥσυχος, πρᾷος Ἄνδρ. Κάλυμν. Κρήτ. Στερελλ. (Λεπεν.) 10) Νωθρός, ὀκνηρός, ρᾴθυμος Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ. Τριφυλ.) Ρόδ.: Γιˬατ’ εἶσαι ἔτσι ἁπαλός; Τριφυλ. ‖ Φρ. Ἁπαλὴ καρδιˬὰ (ἀμελής, ἀδρανὴς ἄνθρωπος) Κρήν. || ᾎσμ. Ἄν εἶν᾿ καλὸς ὁ μαῦρος σου, φτάν-νεις τους ’ς τὰ στεφάνιˬα, ἂν δὲνον κ’ εἶναι ἁπαλός, φτάν-νεις σὰν ᾿ποβλοήσουν Ρόδ. Συνών. ἀνάπαλος 2. 11) Ἀνόητος, εὐήθης Ἄνδρ. Παξ. Πελοπν. Β) Οὐσ. 1) Τὸ μὴ στερεοποιηθὲν ἀκόμη μεσοδιάστημα τῶν βρεγματικῶν καὶ μετωπιαίων ὀστῶν τοῦ κρανίου βρέφους κοιν.: Τ’ ἁπαλὸν τοῦ παιδιˬοῦ δὲν ἔπηξεν ἀκόμη κοιν. Τ’ ἁπαλὸν τοῦ παιδιˬοῦ ᾿ὲν τὸ τανοῦν, γιˬατὶ εἶναι κακό, ’ὲν γένεται ἔξυπνον τὸ παιὶ Ρόδ. Πάνω ’ς τ’ ἁπαλὸν ἐνέμεσεν σπυρὶ Κάρπ. Συνών ἁπαλούδι 1. β) Κεφαλὴ Σῦρ.: Φρ. Ἀνάφτει τ᾿ ἁπαλό μου (ὀργίζομαι). 2) Μὴ ἁλατισθεὶς ἀκόμη νωπὸς τυρός, νεοπαγὴς τυρὸς Μακεδ. (Κοζ.) Πελοπν. (Λακων. Μάν. Μεσσ. Οἰν.) Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ.) Σκῦρ.: Ἔχουν τὸ γάλα ’ς ἕνα καζάνι, ρίχτουν μέσα την πυτιˬὰ καὶ τὸ γάλα πήξει καὶ γίνεται ἅπαλη Μάν. Ἡ ἁπαλὴ εἶναι ἀλαφρε͜ιὰ ᾿ς τὸ στομάχι Μεσσ. Νὰ πάρωμε τυρὶ ἅπαλη νὰ κάμωμε τυρόπιττα Λακων. Πήαμε ’ς τ’μάντρα τσαὶ μᾶς φ’λέψανε ἁπάλη Σκῦρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. ᾽Ιδ. Φιλόξ. παρ᾿ Ἀθην. Δ, 147 Ε «ὁμοσύζυγα δὲ ξανθὸν τ᾿ ἐπεισῆλθεν μέλι καὶ γάλα σύμπακτον, τό κε τυρὸν ἅπας τις ἦμεν ἔφασχ’ ἁπαλόν, κἠγὼν ἐφάμαν». Συνών. μαλάκα. 3) Θηλ., τὸ πῖαρ τὸ σχηματιζόμενον πρὶν βράσῃ τὸ γάλα Πελοπν. (Λακων.) Συνών. τσίπα. 4) Θηλ., πιθανῶς τὸ φυτὸν ἁπαλάκι, ὃ ἰδ. Κρήτ. (Βιάνν.) 5) Θηλ., ψιλὸν ἄλευρον Σκῦρ. 6) Θηλ., ἡ διαδεχομένη τὴν κακοκαιρίαν καλοκαιρία Μακεδ. (Καταφύγ.) 7) Συνήθως κατὰ πληθ., ἀσθένεια τῶν οὔλων καὶ τοῦ οὐρανίσκου ἐπιφέρουσα ἀδυναμίαν τοῦ πάσχοντος νὰ φάγῃ ἢ νὰ πίῃ, κυρίως ἐπὶ ζῴων ᾿Ιων. (Κρήν.) Κρήτ. Κύθηρ. Σῦρ. Χίος: ’Ηπέσανε τ᾿ ἁπαλὰ τοῦ ζοῦ Κρήν. Ἔχει τ᾿ ἁπαλά του Κύθηρ. Ἔφερά σου τὸ μουλάρι νὰ μοῦ τὸ γιˬατρέψῃς, γιˬατ᾿ ἔχει πάλι τ᾽ ἁπαλά του Κρήτ. || Φρ. ᾿Επέσα d᾽ ἁπαλά μου ν’ ἀνημένω (ἐπὶ παρατεταμένης προσδοκίας) αὐτόθ. 8) Μαλακὸς κρίθινος ἄρτος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν φρυγόμενον εἰς τὸν φοῦρνον Θήρ. Κάλυμν. Πελοπν. (Λάκων): ᾎσμ. Ταριρὶ τοῦ λέγανε | τσαὶ μοῦ τὸ παdρεύγανε τσαὶ τοῦ ᾿δώνανε προυτσὰ | ἕνα gόστσινο κουτσὰ τσ᾿ ἕνα φοῦρνο ἁπαλὰ (βαυκάλ. gόστσινο=κόσκινο) Θήρ. Πβ. ἁπαλουδάκι. 9) Οὐδ. ἡ ψίχα τοῦ ἄρτου Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA