Βασίλεις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Βασίλεις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Βασίλεις ὁ, κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ὀν. Βασίλειος.
Σημασιολογία
1) Κύριον ὄνομα κοιν. : Παροιμ. Ὅσο μαζὶ θερίζαμε, Βασίλει, κυρ-Βασίλει, κιˬ ὅταν ἀποθερίσαμε, ποῦ σ’ εἶδα, βρὲ κασσίδη; (ἐπὶ τοῦ ἀγνωμόνως φερομένου πρὸς ἐκεῖγον τὸν ὁποῖον ἄλλοτε ἐπεριποιεῖτο, διότι εἶχε τὴν ἀνάγκην του) σύνηθ. Ὅπου τάβλα καὶ μαντήλι | καὶ καλῶς τὸν κυρ-Βασίλει (ἐπὶ τοῦ αύτοκλήτου εἰς συμπόσια καὶ γάμους) πολλαχ. 2) Τὸ σιδηροῦν στύλωμα ἐπὶ τοῦ ὁποίου στρέφεται ἤ θύρα ἢ τὸ παράθυρον Ἀμοργ. 3) Τὸ κορακοειδὲς σιδήριον τὸ ὁποῖον στηρίζει τὰ παραθυρόφυλλα Ἀμοργ. Ἡράκλ. 4) Εἶδος παιδιᾶς Κυπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA