γουργούρημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουργούρημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουργούρημα τό, ἐνιαχ. γουργούλημα Πελοπν. (Γαργαλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γουργουρίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γουργουλῶ.
Σημασιολογία
Γουργούρα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθα καὶ συνών.: Ἀρχινήσανε ἀπὸ τώρα τὰ γουργουλήματα ᾽ς τὴν κοιλιˬά μου. Πεινάου γλέπεις! Γαργαλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA