γουργουρητὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουργουρητὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουργουρητὸ τό, σύνηθ. γουργουλητὸ Μακεδ. (Πεντάπολ.) Πελοπν. (Βαμβακ. Γαργαλ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γουργουρητιˬὸ Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πελοπν. (Πάτρ.) γουργουρηθιˬὸ Θήρ. γουργουληθιˬὸ Θήρ. γουργουρητὸς ὁ, Δ. Μαυροφρ., Δοκίμ. 1, σ. 73 - Λεξ. Ψύλλ. γουργουλητὸς Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γουργουρίζω, παρὰ τὸ ὁπ. γουργουρῶ.
Σημασιολογία
1) Γουργούρα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθα καὶ συνών., σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.): Δὲν ἀκούς τὶ γουργουρητὸ ποὺ κάνουν τ᾽ ἄdερά μου Σῦρ. Τ᾽ ἄdερά μου ἔχουνε γουργουρηθιˬὸ Θήρ. Ἀρχίσανε τὰ γουργουλητὰ τῆς κοιλιˬᾶς μου Πελοπν. (Γαργαλ.) || Ποίημ. Ἀλλ᾽ αἴφνης ἕνα ντιστεγκὲ γουργουρητὸ τὸν πιˬάνει Γ. Σουρῆ, Ρωμ., ἀρ 283. 2) Γουργούρα 2, τὸ ὁπ. βλ., Λεξ. Πρω. 3) Ὁ τονθορυσμὸς τῆς γαλῆς Πελοπν. (Βαμβακ.): Ν᾽ ἀκούω τὸ βραχνό γουγουλητὸ τῆς γάττας. Συνών. ροχαλητό, χαρχαλητό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA