ἁπαλυντικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπαλυντικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁπαλυντικὸς ἐπίθ. ἁπαλετικὸς Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἁπαλυντὴς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικός. Τὸ ἁπαλετικὸς ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀπαλεdικός, ἐν ᾧ τὸ ε κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἁπαλένω.
Σημασιολογία
Ὁ δυνάμενος νὰ ἀπαλύνῃ τι, ἀπαλυντικός, ἐπὶ φαρμάκων τὰ ὁποῖα ἑπιτίθενται εἰς πυώδη ἀποστήματα διὰ νὰ μαλακώσουν καὶ ἀνοίξουν αὐτά, ὡς εἶναι τὰ φύλλα τῆς μολόχης βραζόμενα, τὰ κρόμμυα μαραινόμενα εἰς τὴν πυράν, ἡ πρόπολις τῶν κυψελῶν κττ.: Ὁ λινόσπορος εἶναι ἁπαλετικὸ (ἐνν. φάρμακο).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA