βασιλεμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλεμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βασιλεμὸς ὁ, Νάξ. (Δαμαρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βασιλεύω.
Σημασιολογία
Βασίλεμα 2, ὃ ἰδ.: ’Σ τὸ βασιλεμὸ τοῦ νήλιˬου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA