γουργουρίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουργουρίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουασιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουργουρίδι τό, ἀμάρτ. γουργουλίδι Στερελλ. (Παρνασσ.) γουργουλίδ᾽ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) γουργουλίδιον Γ. Σουρῆ, Ρωμ., ἀρ. 71 καὶ 316.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουργούρι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ίδι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς σφαιρικὸς κωδωνίσκος φέρων μικρὰν σχισμὴν καὶ περιέχων μεταλλικὸν βόλον, διὰ τῆς μετακινήσεως τοῦ ὁποίου παράγεται ἐλαφρὸς ἦχος Κρεμᾶται συνήθως ἐκ τοῦ λαιμοῦ τῶν ἀρνίων ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. βρονταλίδι, βρονταράκι, κυπράκι. 2) Ὁ ναργιλὲς Γ. Σουρῆς, ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ.: Κοιμᾶτ᾽ ἐδῶ μακάριος ὁ κάθε Συβαρίτης καὶ μ᾽ ἕνα γουργουλίδιον σκοτώνει τὴ βραδιˬά του Γ. Σουρῆς, ἔνθ᾽ ἀν., ἀρ. 71 Μὲ τὸν καφὲ τὸν καϊμακλῆ καὶ μὲ τὸ γουργουλίδιον Γ. Σουρῆς ἔνθ᾽ ἀν., ἀρ. 316.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/