γουργουρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουργουρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουργουρίζω κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) γουργουρίζου Λέσβ. Μακεδ. (Μελέν.) Σάμ. γουργουρίτζω Σύμ. γουργουρίζω ᾽μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γουργουρίζουρ ἔι Τσακων. (Πραστ.) γουργουιζουρ ἔι Τσακων. (Πραστ.) γουργουλίζω Ἀδραμ. Ἰων. (Ἔφεσ.) Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Μέγαρ. Πάρ. Πελοπν. (Λακων. Μεσσην.) Προπ. (Ἀρτάκ.) - Ν. Ἑστ. 16 (1934), 60 - Λεξ. Ψύλλ. Δημητρ. γουργουλ-λίζω Κύπρ. γουργουλίζου Εὔβ. (Βρύσ. Κύμ. Ὀξύλιθ. Ὄρ.) Λέσβ. Μακεδ. (Βλάστ. Δοξᾶτ. Πεντάπολ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ᾽ουργουρίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γοργορίζω Ἤπ. Πόντ. (Κερασ.) - Κ. Οἰκονόμ., Δοκίμ. 3, 251 γκουργκουρίζου Θεσσ. Κυδων. Μακεδ. (Βλάστ. Δρυμ. Νιγρίτ.) γκουργκουλίζω Ἤπ. Θεσσ. γκουργκουλίζου Κυδων. Μακεδ. (Βλάστ.) κουρκουρίζω Ἤπ. Κύπρ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Τραπ.) κουρκουλ-λίζω Κύπρ. γουργουρῶ Ἰων. (Κρήν.) Χίος - Γ. Σουρῆ, Ἅπαντ., σ. 101 γουργουράω Ἤπ. (Ξηροβούν.) Κέρκ. γουργουλάω Πελοπν. (Καλάβρυτ. Τρίκκ.) γουργουλάου Πελοπν. (Γαργαλ.) γκουργκ᾽λάου Ἤπ. (Ξηροβούν.) γουργουλ-λοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) γκοργκορίζω Λεξ. Ἠπίτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουργούρα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίζω.
Σημασιολογία
1) Παράγω βορβορυγμούς, ἐπὶ τῶν ἐντέρων ἢ τῆς κοιλίας ἕνεκα πείνης ἢ παθήσεως ἢ μετακινήσεως ὑγρῶν ἢ ἀερίων κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Χαλδ.) Τσακων. (Χαβουτσ. κ.ἀ.): Γουργουρίζουν τ᾽ ἄντερά μου. Γουργουρίζει ἡ κοιλιˬά μου κοιν. Τ᾽ ἄdερά μου γουργουλίζουσι ἀπὸ τὴ bεῖνα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Μὲ γουργουλάει ἡ τιˬουλιˬά μου Πελοπν. (Τρίκκ.) Τσ᾽ ἔι γουργουίζα ἔτρου ἁ φούα ντι; (τί γουργουρίζει ἔτσι ἡ κοιλία σου;) Τσακων. Τ᾽ ἄντερά μου πολὺ γουργουρίζ᾽ ντα Χαβουτσ Γκουρκαουρίζ᾽ ἡ τσ᾽λιˬὰ τ᾽ Κυδων. Γουργουρίτζου dὰ κούφη μου (= ἡ κοιλία μου) Σύμ. Τ᾽ ἐντέρ μ᾽ γουργουρίζ᾽ νε Χαλδ. Στρῶσε τραπέζι νὰ βάλω μιˬὰ χαψιˬὰ ᾽ς τὸ στόμα, γιˬατὶ μὲ γουργουρίζουν τ᾽ ἄντερά μου Πελοπν. (Αἰγιαλ.) Κουρκουρίζει ἡ κοιλιˬά του ᾽ποῦ τὴν πεῖνα Κύπρ. Γουργουρᾷ ἡ κοιλιˬά μου Χίος. Γκουργκουρίζ᾽ ἡ βούζα μ᾽ (= κοιλία μου) Μακεδ. (Δρυμ.) Ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ βάζουμε ᾽ς τὸ στόμα μας, γιˬὰ νὰ τὰ ρίχνῃ ᾽ς τὴν κοιλιˬά μας ποὺ ὅλο γουργουρίζει Δ. Βουτυρ., Ἐπανάστ. ζώων, 251 || Παροιμ. Τοὺ γιλέκ᾽ ἂς γυˬαλί᾽ | τσ᾽ ἡ τσοιλιˬὰ ἂς γουργουλί᾽ (ἐπὶ τῶν ἐνδιαφερομένων μόνον διὰ τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν καὶ ὄχι διὰ τὴν καλὴν διατροφήν των) Λέσβ. || Ποιήμ. Ἐδῶ ὅλοι κυνηγοῦνε μὲ τουφέκι τὸν παρᾶ κιˬ ὁλοένα τ᾽ ἄντερό τους ἀπ᾽ τὴν πεῖνα γουργουρᾷ Γ. Σουρῆς, ἔνθ᾽ ἀν., σ. 101. Καὶ ἡ δική μου ἡ κοιλιˬὰ θαρρῶ πὼς γουργουρίζει, δὲν ἔχω διˬόλου ὄρεξη κ᾽ ἐγὼ νὰ τὰ κορδώσω Γ. Σουρῆς, ἔνθ᾽ ἀν., σ. 154. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ἀριστοφ., Νεφ., στ. 386 - 387 «ἤδη ζωμοῦ Παναθηναίοις ἐμπλησθεὶς εἶτ᾽ ἐταράχθης | τὴν γαστέρα, καὶ κλόνος ἐξαίφνης αὑτὴν διεκορκορύγησεν». Συνών. ἀντεροδιˬαλύνω Α2, βουρβουλακιˬάζω 1, βουρβουλακῶ 3, βουρβουρύζω 1, κακκαρίζω. 2) Κάμνω γαργαρισμόν, ἀνακογχυλιάζω οἱονδήποτε ὑγρὸν εἰς τὸ στόμα ἢ εἰς τὸν φάρυγγα πρὸς καθαρισμὸν ἢ θεραπείαν αὑτῶν Εὔβ. (Ὄρ) Ἰων. (Σμύρν.) Κρήτ. (Νεάπ.) - Λεξ. Πόππλετ. Δημητρ.: Φτύσε τὸ νερό, γιˬατὶ δὲν μπορῶ νὰ σ᾽ ἀκούω νὰ γουργουρίζῃς τόση ὥρα Σμύρν. Γουργούρισε τὸ φάρμακο στὸ στόμα σου κ᾽ ὕστερα φτύξε το νὰ μὴν τὸ καταπιῇς Νεάπ. Συνών. γαργαρίζω (Ι) 1. β) Καταπίνω κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε τὸ κατερχόμενον διὰ τοῦ φάρυγγος ὑγρὸν νὰ παράγῃ ἦχον Κρήτ.: ᾎσμ. Καλὰ τὸ πίνω τὸ κρασί, καλὰ τὸ γουργουρίζω κιˬ ἅμα μοῦ ᾽ποῦνε γιˬὰ δουλε͜ιά, dελόγο μουρμουρίζω (dελόγο=ἀμέσως). γ) Ἀναδεύω, ἀναταράσσω, ἡ σημασία ἐκ τοῦ κατὰ τὴν ἀνακίνησιν τοῦ ὑγροῦ παραγομένου ἤχου Ἤπ. (Ξηροβούν.) Λέσβ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ὁ χοῖρος θὰ τὸ ᾽ουργουρίσῃ τ᾽ ἀπόπλυμα νὰ τὸ πιῇ Ἀπύρανθ. δ) Ὁμιλῶ διὰ ἤχου ὁμοίου πρὸς γαργαρισμόν, ἰδίᾳ πρὸς νήπια εἰς ἕνδειξιν θωπείας Α. Ρουμελ. (Καρ.): ᾎσμ. Μόνο γυρεύω παιδὶ ἀπὸ καρδιˬὰ νὰ τὸ βυζάξω, νὰ τὸ κουνήσω, νὰ τὸ γουργουρίζω καὶ νὰ μὲ γουργουρίζῃ (παιδὶ ἀπὸ καρδιˬὰ = γνήσιον, ὄχι θετόν). Συνών. γαργαρίζω (Ι) ιγ. ε) Ψελλίζω, ἐπὶ βρεφῶν κατὰ τὴν περίοδον τῆς πρώτης ἀποπείρας πρὸς ὁμιλίαν Θήρ. στ) Ρέγχω ἀπὸ δύσπνοιαν Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) 3) Κρώζω, ἐπὶ ἄρρενος περιστερᾶς ἢ ἰνδικῆς ὄρνιθος ἢ τρυγόνος διὰ τὸ χαρακτηριστικὸν τοῦ ἤχου Θρᾴκ. Κυκλ. Κύπρ. Μακεδ. (Νιγρίτ.) Μέγαρ. Μῆλ. Τσακων. (Πραστ.) - Κ. Οἰκονόμ., Δοκίμ. 3, 388 - Ν. Ἑστ. 16 (1934), 600 καὶ 25 (1939), 384: Τὸ περιστέρι κόνεψε ᾽πὰ ᾽ς ἕνα δέντρο τοῦ κήπου καὶ γουργούριζε Θρᾴκ. Ἅμα τὰ περιστέριˬα γουργουρίζουν, ὁ καιρὸς θὰ κακοσυνέψῃ Μῆλ. Ὁ βοῦτος γουργουλίζει (βοῦτος = γοῦτος = ἄρρην περιστερὰ) Μέγαρ. Τὰ πειστέα εἶι γουργουίζουντα ἀπὸ τὰ νιˬούα τοῦ Θεοῦ (τὰ περιστέρια γουργουρίζουν ἀπὸ τὴν νύκτα τοῦ Θεοῦ) Πραστ. Ὁ γάλλος κουρκουλ-λίζει Κύπρ. Ξελαρυγγίζονταν οἱ χῆνες κ᾽ οἱ κοῦρκοι γουργουλίζανε Ν. Ἑστ. 16 (1934), 600. Δὲν εἶναι καμωμένος ὁ ἄντρας νὰ γουργουρίζῃ ἐρωτικὰ σὰν περίστερος αὐτόθ. 25 (1939), 384. 4) Παράγω διακεκομμένον ὑπόκωφον ἦχον, γουργουρητό, ἐπὶ στενολαίμων ἀγγείων κατὰ τὴν ἐκροὴν καὶ εἰσροὴν ὑγρῶν ἐκ τοῦ στομίου αὑτῶν Ἀδραμ. Λέσβ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) - Λεξ. Δημητρ.: Κατάλαβα πὼς ἤπινε νιρὸ γιˬατὶ ἤκ᾽σα νὰ γουργουλί᾽ ἡ γούργουλα Λέσβ. Ὀυργουρίζει τὸ φλασκὶ κιˬ ἀξάνοιε νὰ μὴ ᾽εμίσῃ καὶ χυθῇ τὸ κρασὶ (ἀξάνοιε = ξάνοιγε, κοίταζε, πρόσεχε) Ἀπύρανθ. 5) Κροτῶ, παράγω θόρυβον ὅμοιον πρὸς γουργουρισμὸν Ἰων. (Κρήν.) Μέγαρ.: Ὁ ἀνεμόμυλος γουργουλίζει καὶ ἀλέθει Μέγαρ. || ᾎσμ. Ἀλλοίμονο, μαῦρος καπνός, ποὺ γουργουρεῖ καὶ βγαίνει, ἀπὸ τὰ φύλλα τσῆ καρδιˬᾶς καὶ πάλι μέσα μπαίνει Κρήν. 6) Ἐκβράζω, οἱονεὶ μετὰ γουργουρίζοντος παφλασμοῦ ἀπορρίπτω, ἐπὶ θαλάσσης Ἰων. (Κρήν.): Ἡ θάλασσα νὰ σὲ γουργουρήσῃ (ἀρά· νὰ πνιγῇς καὶ ἡ θάλασσα νὰ σὲ ἐκβράσῃ). β) Οὐραδίζω, προωθῶ λέμβον δι᾽ οὐραδίου Λεξ. Δημητρ. 7) Ψιθυρίζω Λυκ. (Λιβύσσ.) 8) Διαδίδω περὶ τινος φήμην κακήν, διαθρυλῶ, δυσφημῶ Σάμ.: Τὸν γουργουρίζανε κι αὐτὸν (διέδωσαν περὶ αὐτοῦ ὅτι ἔπαθεν κακόν τι). 9) Παρορμῶ, κεντῶ τὴν ἐπιθυμίαν τινὸς Ἤπ. Πελοπν. (Μαν.): Τί σὲ γοργορίζ᾽ καὶ δὲν κάθεσαι φρόνιμα; Ἤπ. Ἔχει κι αὐτὸς κάπο͜ια δεκάρα καὶ τοῦ κουρκουρίζει (ἔχει κι αὐτὸς κάποια δεκάρα καὶ θέλει νὰ τὴν ἐξοδεύσῃ) Μάν. Συνών. γαργαλίζω Β1. β) Δίδω αἰτίαν εἰς ἄλλον νὰ ἀνησυχῇ Κέρκ. 10) Αἰσθάνομαι γαργαλισμὸν Ἤπ.: Παροιμ. Ἀλλοῦ μὲ κρούεις καλόγερε κιˬ ἀλλοῦ μἐ γουργουράει (πρὸς τοὺς ἀδυνατοῦντας νὰ ἐννοήσωσιν ἐπιθυμίαν τινὰ ἡμῶν, τὴν ὁποίαν ἢ δὲν πρέπει ἢ δὲν θέλομεν νὰ ἐκφράσωμεν σαφῶς καὶ γενικώτερον ἐπὶ ἀστόχου ἐνεργείας ἢ παραμυθίας). β) Σφύζω, ἐξάπτομαι Κρήτ.: Ἀπὸ τὴ μαλιˬὰ ποὺ κάναμε γουργουρίζει τὸ αἶμα μου (μαλιˬὰ = φιλονικία). Τὸ αἷμα μου γουργουρίζει ἐκε͜ιὰ ποὺ τὴ θωρῶ. Συνών. φρ. Βράζει τὸ αἷμα μου. Μοῦ ἀνεβαίνει τὸ αἷμα ᾽ς τὸ κεφάλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA