βασιλεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασιλεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βασιλεύω (ΙΙ) Θρᾴκ.-(᾿Εφημ. Ἀκρόπολις 1 Ἰανουαρίου 1981) βασ’λεύου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ὄν. Βασίλεις.

Σημασιολογία

I) Μοῦ πέφτει τὸ νόμισμα τῆς βασιλόπιττας Θρᾴκ.: ’Σ τὸ σπίτι μας βασίλεψε ὁ δεῖνα. ΙΙ) Κάμνω χρῆσιν πράγματός τινος κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Βασιλείου Ἴμβρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)-(Ἐφημ. Ἀκρόπολις ἔνθ’ ἀν.): «Βασιλεύουν τὰ ὅπλα τὴν πρωτοχρονιὰ (ἀπὸ κάθε ὅπλο πρέπει νὰ ριφθῇ εἷς πυροβολισμὸς) Ἀκρόπολις ἔνθ’ ἀν.: Τ’ ἅι-Βασ’λε͜ιοῦ βασ’λεύ’ν τὰ πιδιˬὰ τὰ γράμματα (δηλ. διαβάζουν, διότι τοῦτο νομίζεται καλὸν) Αἰτωλ. Οἱ κυ’γοὶ βασ’λεύ’ν τὰ τ'φέκια αὐτόθ. Τὰ βα’λεύου τὰ ροῦχα (τὰ φορῶ διὰ πρώτην φορὰν τοῦ ἁγίου Βασιλείου) Ἴμβρ. || Φρ. Θὰ σί τσ’ βα’λέψου! (θὰ σὲ δείρω σήμερον ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Βασιλείου! Πιστεύεται ὅτι ὁ δαρεὶς κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν θὰ ὑφίσταται τοῦτο καθ’ ὅλον τὸ ἔτος) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/