βασιλιˬάτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλιˬάτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βασιλιˬάτικος ἐπίθ. Κύπρ. βασ’λιˬάτ’κους Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ὀν. Βασίλεις καὶ τῆς καταλ. -ιˬάτικος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἅγιον Βασίλειον Ἴμβρ.: Νιρὸ βασ’λιˬάτ’κου (τὸ ἀντλούμενον τὴν αὐγὴν τῆς 1 Ιανουαρίου). Συνών. ἁγιβασιλιˬάτικος 1. 2) Οὐδ. πληθ. βασιλιˬάτικα οὐσ. α) Τὰ κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Βασιλείου διδόμενα δῶρα Κύπρ. β) Τὰ καθαρὰ ἢ καινουργῆ ἐνδύματα τὰ ὁποῖα φοροῦν τὴν ἡμέραν τοῦ ἁγίου Βασιλείου Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA