ἀπαλώνισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαλώνισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπαλώνισμα τό, ἀμάρτ. ἀπαλώ’σμα Ἤπ. (Ἰωάνν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’πολώνισμα Κάλυμν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπαλωνίζω.
Σημασιολογία
1) Ἀπαλωνισιˬά, ὃ ἰδ., Ἤπ. (Ἰωάνν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀπάν᾿ ’ς τ’ ἀπαλώ’σμα ἦρθι κιˬ οὑ παππᾶς νὰ διˬαβάσ’ Αἰτωλ. Ὕστιρα ἀπὸ τ’ ἀπαλώ’σμα Ἰωάνν. 2) Κατὰ πληθ., ἀπαλωνειὰ 2, ὃ ἰδ., Κάλυμν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA