βασιλίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασιλίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βασιλίκι τό, Κάρπ. Κρήτ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Ρόδ. Χίος κ.ἀ. βαιλίκι Κῶς κ.ἀ. βασιλίτσι Μεγίστ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βασιλεὰς καὶ τῆς καταλ. -ίκι. Πβ. καὶ Μεσν. βασιλίκιον.

Σημασιολογία

1) ᾿Επικράτεια βασιλική, βασίλειον Ρόδ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Κιˬ ἂ δὲ σᾶς φτάνουν αὐταδά, πουλῶ καὶ τὰ τσιφλίκια ὁποὺ μὲ τὰ ἠξεκόψασι δώδεκα βασιλίκιˬα Ρόδ. 2) Βασιλικὸν ἀξίωμα ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἀπὸ γενεˬᾶς πάει τὸ βασιλίκι (τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα μεταβιβάζεται διαδοχικῶς) Κρήτ. Κάνω βασιλίκι (βασιλεύω) Μῆλ. || ᾎσμ. Γιˬέ μου, γιˬὰ τὴ χωριˬάτισσα χάνεις τὸ βασιλίκι, χάνεις τὸ βασιλίκι σου, χάνεις καὶ τὴν τιμή σου Κάρπ. Ἂ σὲ κερδέψω, βασιλεά, εἷdα ’ν’ dὸ στοίχημά σου; -Βάνω τὸ βασιλίκι μου καὶ τὴ χρουσῆ κορῶνα Κρήτ. 3) Ξύλον μικρὸν τὸ ὁποῖον κρατεῖ ἐν παιδιᾷ ὁ ἔχων τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν.) 4) Μία τῶν πλευρῶν τοῦ παικτικοῦ ἀστραγάλου Ἰθάκ. Συνών. βασιλεˬὰς ΙΙ βασιλεία 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/