ἀπαναλλάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαναλλάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαναλλάζω Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Χαλδ.) ᾽πιναλλάζω Τῆν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀναλλάζω.
Σημασιολογία
1) Ἀντικαθιστῶ, ἐναλλάσσω τι Τῆν.: Τὰ ’πιναλλάζ’ν ᾽ς τοὺ ζιβγάρ’ τὰ κτ’νὰ (ἐναλλάσσουν ἐν τῇ ἀρόσει τὰ ὑποζύγια). 2) ᾽Εναλλάσσω, ἀντικαθιστῶ καθημερινὰ ἐνδύματα δι’ ἑορτασίμων καὶ τἀνάπαλιν Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Χαλδ.): ᾿Οσήμερον Κερεκὴ ἔν᾿ κ’ ἐπενέλλαξεν Χαλδ. Συνών. ἀναλλάζω 1β. Πβ. ἀπαλλάζω (ΙΙ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA