ἀπαναλύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαναλύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαναλύω ἀμάρτ. ’πονελῶ Θρᾴκ. (Κομοτ. Σαρεκκλ κ.ἀ.) ’πενελῶ Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀναλύω ἢ ἐκ τοῦ μεσν. ἐπαναλύω κατὰ παρετυμ. πρὸς τὴν πρόθ. ἀπό. ᾽Ιδ. ΙΒογιατζίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/20)167 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Διαλύω, ρευστοποιῶ, τήκω τι ἔνθ᾽ ἀν: ’Πονέλυσε καλὰ τὸ βούτυρο κ’ ὕστερα ρίψε το ᾿ς τὸ φαγεῖ Σαρεκκλ. Συνών. ἀναλε͜ιώνω 1, ἀναλιγώνω 2, ἀναλύω Α1, λε͜ιώνω. Καὶ ἀμτβ. διαλύομαι, τήκομαι Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.): Περίμενε νὰ ᾽πονελύσουν τὰ χιˬόνια κ᾿ ἦρθε Σαρεκκλ. Ἔβαλα τὸ βούτυρο ᾿ς τὴ φωτιˬὰ κιˬ ἄρχισε νὰ ’πονελᾷ Θρᾴκ. Συνών. ἀναδίνω Β5δ, ἀναλε͜ιώνω 1, ἀναλιγώνω2, ἀναλύω Α1, λε͜ιώνω. 2) Διαρρέω, ἐκφεύγω, ἐπὶ ὑγροῦ περιεχομένου εἰς πορῶδες ἀγγεῖον Ρόδ. Πβ. ἀναλείχω 4. 3) Μεταφ. φεύγω κρυφίως, ἀποδιδράσκω Ρόδ.: Ὁ κλέφτης ἐπενέλυσε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/