ἀπαναπανωτὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαναπανωτὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπαναπανωτὰ ἐπίρρ. Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀπανουπανουτὰ Λέσβ. ἀπαν’πανωτοῦ ΑΜωραϊτίδ. Διηγ. 3,130 ἀπανωπανωτὸ Θήρ. ’παν’πανωτὰ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ᾿παν᾽πανουτοῦ Εὔβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπαναπανωτός.
Σημασιολογία
Ἀλλεπαλλήλως, συνεχῶς ἔνθ’ ἀν.: Τρεῖς φορὲς ἀπανωπανωτὸ ἦρθε καί σ᾽ ἐγύρευγε Θήρ. Τά ’βαλε ᾿παν᾿πανωτὰ Φιλιππούπ. «Ἔκαμνε τὸν σταυρόν του ἀπαν’πανωτοῦ» ΑΜωραϊτίδ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀπανωτά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA