γουρζούλιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρζούλιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρζούλιˬασμα τό, Πόντ. (Οἰν.) γουρζούλσμαν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) γουρζόλγμαν Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) γουρζούλμα Πόντ. (Τραπ.) γουρζουλσμαν Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γουρζουλιˬάζω.
Σημασιολογία
Γουρζουλιˬάσιμο, τὸ ὁπ. βλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA