ἀπανάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπανάρι τό, Ἄνδρ. Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Θήρ. –Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 333 Πρω. Δημητρ. ’πανάρι Ἤπ. Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Πελοπν. (Μεσσ.) ᾽πανάρ᾿ Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Βελβ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀπανάριν. ᾿Ιδ. Δουκ. ἐν λ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἄνω πέτρα τοῦ μύλου Ἄνδρ. Θήρ. Πελοπν. (Μεσσ.) Στερελλ.(Αἰτωλ.) –Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 333 Πρω. Δημητρ.: ᾿Εβγάλαμι τοὺ ᾿πανάρ᾿ ἀπ᾿ τοὺ μύλου γιˬὰ νὰ τοὺ χαράξουμι Αἰτωλ. Χάλασι τοὺ ’πανάρ’ ἀπ᾿ τοὺ μύλου αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Ἰδ. Δουκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀνωάρις 2, *ἀπανωάρις, ἀπανωλίθι, ἀπανωμύλι, ἀντίθ. Κατωλίθι. 2) Ἡ ἐπάνω πλὰξ τοῦ ἐλαιοπιεστηρίου Ἄνδρ. 3) Τὸ κάλυμμα τοῦ καλάθου εἰς τὸν ὁποῖον φυλάττουν τὸν ἄρτον Πελοπν. (Μεσσ.) 4) Τὸ πῶμα τοῦ σφαιροειδοῦς κοίλου ἐκ ξύλου ἀγγείου πρὸς μεταφορὰν φαγητοῦ Πελοπν. (Μεσσ.) 5) Τὸ ἐπιτιθέμενον εἰς τὸ λίκνον σπάργανον διὰ νὰ καλύπτῃ τὸ βρέφος Ἤπ. –Λεξ. Δημητρ. 6) Τὸ χονδρὸν κάλυμμα τοῦ βιβλίου Θεσσ. (Ἀλμυρ. Ζαγορ.) Συνών. πινακίδι, στάχωμα. 7) Ἡ τετράπλευρος κορυφὴ τοῦ ὀρθίου ὑφαντικοῦ ἱστοῦ Στερελλ. (Αἰτωλ.) 8) Τὸ πρόσθιον δέρμα, τὸ ψίδι τοῦ ὑποδήματος Μακεδ. (Βελβ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA