ἀσπροπετσῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπροπετσῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσπροπετσῶ Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. πετσί.
Σημασιολογία
Λευκαίνομαι τὸ δέρμα, συνήθως ἐπὶ ἐπουλουμένης πληγῆς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA