γκερντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκερντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκερντίζω ἐνιαχ. gερdίζω Θρᾴκ. (Τσακίλ.) gιρdίζω Νάξ. (᾽Απύρανθ.) γκιρντίζου Θρᾴκ. (Σουφλ. Φέρ.) κερdίζω Α. Θρᾴκ. κιρδίζω Θρᾴκ. (Μάδυτ) κιρδίdζω Μεγίστ. κερτίζω Πόντ. (Σινώπ.) κερτίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. germek ἤ gerilmek=τεντώνω.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) ’Ενεργ. μετβ., τεντώνω κάτι Θρᾴκ. (Σουφλ. Τσακίλ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Σινώπ.): Μὴν τοὺ γκιρντίῃς τοὺ σ’νὶ κὶ θὰ τοὺ κόψ’ς Σουφλ. Μὴ d’νε gερdίῃς παραπάν’ τὴ dριχιˬὰ καὶ θὰ κοπῇ Τσακίλ. || Παροιμ. ’Σ τὴν πορτὴν πὄφυιν κὶ πάει μὴν κερτίν-νῃς μουστάκιν (πορτὴ=πορδή· συνών. μὲ τὴν ἀρχ. «τὰ γενόμενα οὐκ ἀπογίγνονται») Λιβύσσ. Συνών. τεζάρω, τεντώνω, ἀντιθ. λασκάρω, ντώνω. Β) Μεταφ. 1) Βασανίζω, κατατρύχω Μεγίστ.: Φρ. ’Εφάαν τσ’ ἐκιρδίdσαν μας. Συνών. φρ. μᾶς ἔφαγαν ζωντανοὺς Συνών. παιδεύω, πιλατεύω, τυραννῶ. 2) Φθάνω εἰς ἐπικίνδυνον σημεῖον, κινδυνεύω Θρᾴκ. (Σουφλ.): Τὰ γκίρντ’σαμι. 3) ᾿Ενεργ. καὶ μέσ. ἀμτβ., βυθίζομαι εἰς κάτι, κάνω κάτι ἐξακολουθητικῶς Α. Θρᾴκ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.): ᾿Εgίρdισα ᾿ς τὸ διˬάβασμα κ᾽ ἤνοιξεν ἡ κεφαλή μου ᾿Απύρανθ. ’Εgίρdισεν ἡ ζαβὴ ’ς τὴ gουβέdα αὐτόθ. Σήμερα πάλι ’τον ὅλη μέρα ᾿ς τὸ κλάμα gιρdισμένη αὐτόθ. ’Εὼ ἤλεα πὼς εἶσαι gιρdισμένη ᾿ς τὸ χορό, λέω δὲ dὴ θωρῶ ἀπόψε αὐτόθ. Κερdίστηκε νὰ γελάῃ Α. Θρᾴκ. Συνών. φρ. ἔσκασε-ἔσπασε-ξεκαρδίστηκε-ξεκοιλιˬάστηκε-ξεράθηκε-τρελλάθηκε ’ς τὰ γέλιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA