γούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γούρι τό, οὐγούρι Ἤπ. - Λεξ. Μπριγκ. οὐγούρ᾽ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μάδυτ.) Μακεδ. ὀγούριν Λυκ. (Λιβύσσ.) ὀγούρι Ἤπ. Θρᾴκ. (Ροδόπ.) Καππ. (Σινασσ.) Κρήτ. Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) - Λεξ. Βεντ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. ὀγούρ᾽ Βιθυν. Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Καππ. (Σίλατ.) Πόντ. (Τραπ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) ὀγλούρι - Λεξ. Βάιγ. ὀούριν Ρόδ. γούρι κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀντρεάντ.) γούριν Χίος (Πισπιλ.) γούρι Μακεδ. (Βλάστ.) γούρ᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Βαθύρρ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέσβ. (Πάμφυλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Δρυμ. Κοζ.) Σάμ. Σκίαθ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ. Κλών.) γιˬούριν Κύπρ. ᾽ούριν Κύπρ. ᾽ούρι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾽ούρ᾽ Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κομοτ. Ξάνθ. Σουφλ.) Μακεδ. (Κοζ.) ἀγούρι Ἐρεικ. Ἤπ. (Πάργ.) Κῶς Μέγαρ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) ἀγούρ᾽ Πάρ. (Λεῦκ.) Στερελλ. (Σπάρτ.) ἀgούριˬο Ζάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. ugur = τύχη. Κατὰ τὸν P. Kretschmer, Byzant. Zeitschr. 7 (1898), 399 ἐκ τοῦ Βυζαντ. ἀγούρι ‹ Λατιν. agurium ‹ augurium.
Σημασιολογία
1) Καλὸς οἰωνός, ἀγαθὴ τύχη, εὔνοια τῆς τύχης κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ. Σίλ.) Πόντ.: Χύθηκε ὁ καφὲς - τὸ κρασί, εἶναι γούρι (συνήθως ὅταν χυθῇ, ἐνῷ προσφέρεται πρὸς ἄτομον κοιν. σπασε τὸ ποτήρι - τὸ πιˬάτο, εἶναι γούρι (συνήθως ὅταν τοῦτο συμβῇ ἐξ ἀπροσεξίας κατὰ τὴν παράθεσιν γεύματος εἰς συγκέντρωσίν τινα ἀτόμων) κοιν. Ὀούριν τὸ ᾽ει (= τὸ ἔχει ὡς καλὸν οἰωνὸν) Ρόδ. Τὸ μόνον «γούρι» ὁ καλὸς οἰωνός, ἦταν ἡ κλεψιˬὰ Α. Παπαδιαμ., Τὰ μετὰ θανατ., 45 Γούρι νὰ σοῦ γίνῃ! (εὐχὴ εἰς ἀνάδοχον) Κάρπ. (Μεσοχώρ.) Γούρι τὸ ἔχει ὁ καπετάνιˬος νὰ λύσῃ ἡ γεναῖκα του τὸ παλαμάρι ἢ ἡ κόρη του ἢ ὁ γιˬός του Κάλυμν. Δὲν ἔχω ἀγούρι σήμερα Πελοπν. (κάμπος Λακων.) Ὅταν πουλᾶνε τὰ βόιδα, πρέπει νὰ κόβουνε ἀπὸ τὸ κούτελό τους λιγούλιˬα μαλλιˬὰ καὶ νὰ dὰ φυλᾶνε γιˬὰ γούρι Πελοπν. (Βερεστ.) Τὸ ᾽χου σὶ γούρ᾽ νὰ πααίνου τ᾽ ἅι- Βασιλειˬοῦ ᾽ς τοὺ ᾽νήι Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾽Σ τὰ χιˬουροσφαξίματα κρεμάνουν ἕνα ἀdεράτσι πίσω ἀπὸ τὴ bόρτα, γιˬὰ νὰ τό ᾽χουνε γούρι τσαὶ γιˬὰ τὴν ἄλλη χρονία Πελοπν. (Καρδαμ.) Τό ᾽χου σὶ γούρ᾽ νὰ βρίσκου τοὺ προυῒ ἄθρουπου νὰ καλ᾽μιράου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Κόφτουν ἀπ᾽ τσὶ ξένις τσὶ πόρτις μνιˬὰ πιλικούδα γιˬὰ νὰ πάρουν τὸ ᾽ούρ τοῦ σπιτιˬοῦ Θρᾴκ. (Κομοτ.) Τὸ κρατάγαμι γιˬὰ γούρι τὸ φιδόdυμα Κέρκ. Ἅμ-μα γεν-νηθῇ τὸ παιδὶ μὲ προσωψίδα, εἶναι dυερὸ νgαὶ φέρνει γούρι ᾽ς τοὺς γονιˬοὺς του Κῶς (Πυλ.) Ἦταν τὸ γούρισ-σου σήμερα ταὶ ἐπῆεν καλὰ ἡ δουλειˬά Κύπρ. (Πεδουλ.) Τὰ πρῶτα μαιˬὰ ποὺ ᾽ά κόψῃ ἡ μητέρα ἀφ᾽ τὸ τεφάλιν τοῦ μωροῦ, ὄ πατέρας τὰ βάει μέσ᾽ τὸ πορτοφό-ιν του γιˬὰ νὰ τοῦ φέρνουγ - γούρι Χίος. Τὸ χωράφιν ποὺ τὸ πωρνὸν ὥς τὴν νύχταν ἦτουν γεμάτον χαράν, γέλο͜ια, γιˬούριν, καλωσύνην Κύπρ. Δὲ μοῦ πααίνει γούρι καὶ θὰ τὰ παρατήσω τὰ χαρτιˬὰ Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Τὸ στοιχε͜ιὸ εἶναι τὸ ᾽ούρι τοῦ σπιτιˬοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἤτανε γιˬὰ τὸ ᾽ούρ᾽, γιˬὰ τὸ καλὸ τοῦ σπιτιˬοῦ Θρᾴκ. (Ξάνθ.) Ἔχει γούρι ὅπο͜ιος βρῇ τὸ ᾽κοσάρι τ᾽ ἅι- Βασιλε͜ιοῦ Πελοπν. (Ὀλυμπ.) || Φρ. Φέρνω γούρι (προκαλῶ εὐτυχίαν εἴς τινα διὰ τῆς παρουσίας μου) κοιν. Φεύγει - χάνεται - ξαναγυρίζει τὸ γούρι (ἡ εὔνοια τῆς τύχης) κοιν. Πάει γούρι (δημιουργεῖται εὐτυχὴς κατάστασις) κοιν. Κάνω γούρι (δημιουργῶ εὔνοιαν τῆς τύχης πρὸς τινα διὰ τῆς συμπαραστάσεώς μου) κοιν. Κόβω τὸ γούρι (ἀνακόπτω διὰ τῆς παρουσίας μου τὴν εὔνοιαν τῆς τύχης πρός τινα) πολλαχ. Δὲ μὲ πῆγε ὀγούρ᾽ (= δὲν μὲ ηὐνόησεν ἡ τύχη) Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Θὰ πάγῃ γούρ᾽ (θὰ ἔχῃ καλὴν ἐξέλιξιν ἡ κατάστασις) Λέσβ. Παίρνω τὸ γούρι (ἀφαιρῶ ἀπὸ τινος διὰ τῆς παρουσίας μου τὴν εὔνοιαν τῆς τύχης). Πελοπν. (Μεσσην.) || ᾌσμ. Ἡ μοῖρα της κ᾽ ἡ τύχη της καὶ τὸ καλὸ της γούρι Ρόδ. Εἰς τὴν δεξιˬά μου τὴ μερὰ εἶναι ἕνα λουλούδι· ἡ μοῖρα μου μοῦ τό ᾽φερε καὶ τὸ καλό μου γούρι Κάσ. Ἐγώ, κακό σου ἀρνὶ ᾽έβ βάλ-λω ᾽ς τὸ μουούρι, γιˬατὶ φοοῦμ᾽ ᾽ὰ μὴ gοπῇ τὸ τυερόμ μου γούρι (μουούρι = πήλινον δοχεῖον πρὸς ἕψησιν φαγητῶν ᾽ὰ = νὰ) Κάλυμν. 2) Τὸ ἑρπετὸν Ἑμιδάκτυλος ὁ τυλωτὑς (Hemidaktylus verruculatus) τῆς οἰκογ. τῶν (Sauridae), τό ὁπ. θεωρεῖται πρόξενος εὐτυχίας εἰς τὸν οἶκον Θήρ. Συνών. μολυντήρι, σαμιαμίδι, φάγος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA