γκετσιντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκετσιντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκετσιντίζω ἐνιαχ. κετζιdίζου Σάμ. κετζενdίζ-ζω Κύπρ. κετσιντοῦ Λύκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. geçinmek=ζῶ, συντηροῦμαι.
Σημασιολογία
Ἔχω, πορίζομαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, κατορθώνω νὰ ζῶ ἔνθ᾽ ἀν.: Νὰ κετζιdίσουμε φέτους κ’ ἔ’ οὑ Θιˬὸς Σάμ. Πῶς θὰ κετσιντίσῃ κ᾿ ἡ φτουχουλουγιˬά Λυκ. (Λιβύσσ.) Συνών. βολεύω Α2β, καταφέρνω, πορεύομαι. Πβ. τά φέρνω βόλτα (εἰς λ. βόλτα 1β).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA