γκετσίτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκετσίτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκετσίτι τό, ἐνιαχ. γκετσίτ’ Θρᾴκ. (Πύργ. Στέρν.) κετσίτιν Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. geçit=δίοδος.

Σημασιολογία

1) Στενή δίοδος, αὐχήν ὄρους Θρᾴκ. (Στέρν.) Λυκ. (Λιβύσσ.): Ἔπιˬασαν ὅλα τὰ γκετσίτιˬα (ὅλας τὰς ἄκρας τοῦ χωρίου) Στέρν. Συνών. μπασίδι, πέρασμα, πόρος, στενό, στενοπόρι, σύρμα. 2) ᾿Ενέδρα Θρᾴκ. (Πύργ.) Συνών. βίγλα 3, καρτέρι, φύλαγμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/