γκὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκὶ τό, (ΙΙ) σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Γαλλ. gui=ἰξός.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ’Ιξία ἡ λευκή (Viscum album) τῆς οἰκογ. τῶν Λωρανθιδῶν (Loranthaceae), τὸ ὁποῖον παρασιτεῖ ἐπὶ τῶν κλάδων πολλῶν δασικῶν δένδρων σύνηθ.: ᾿Αγοράσαμε γκί, γιˬὰ νὰ στολίσουμε τὸ Χριστουγεννιˬάτικο τραπέζι. Εἶναι χρονιˬάρα μέρα κιˬ αὐτὸς ὁ ἀχαΐρευτος δὲν ἀξιώθηκε νὰ φέρῃ ἕνα κλωνὶ γκὶ ᾿ς τὸ σπίτι σύνηθ. ’Αντίκλαρο τοῦ ἔλατου εἶναι τὸ γκὶ ἢ μελὰ, ποὺ ἔχει βαθυπράσινο καὶ παχουλὸ φύλλωμα Δ. Λουκοπ., Νεοελλην. Μυθολ, 204. Συνών. ἀντίκληρο, ἐλαστίνα, ἰξός, μελά, μελᾶς, μελιˬός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA