γούρνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γούρνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γούρνα ἡ, κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον. Μισθ. Σινασσ. Φλογ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Σινώπ. Τραπ.) Τσακων. (Βάτικ. Πραστ. Χαβουτσ.) βούρνα Κάρπ. (Ἔλυμπ. Μεσοχώρ.) Κάσ. Κύπρ. (Αἰγιαλ. Καλοπαναγιώτ. Λευκωσ. Μένοικ. Μουτουλ. Πάφ. Πεδουλ. Πρόδρομ. κ.ἀ.) Νίσυρ. Ρόδ. Τῆλ. κούρνα Πόντ. (Τραπ. Τρίπ.) σγούρνα Ζάκ. (Καταστάρ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κρήτ. (Μουστάκ. Χαν.) Μακεδ. (Κοζ.) Πελοπν. (Ἀρεόπ. Ἀναβρ. Ἄρν. Βερεστ. Γεράκ. Γέρμ. Ζελίν. Καλάβρυτ. Καμίν. Κάμπος Λακων. Καρδαμ. Κίτ. Λάγ. Λαγκάδ. Λακων. Λεῦκτρ. Λογγ. Λυγερ. Μάν. Μελιγαλ. Μεσσην. Μονεμβασ. Νεάπ. Ξεχώρ. Ξηροκ. Οἴτυλ. Πάλυρ. Παππούλ. Πλάτσ. Πραστ. Πυλ. Τριφυλ.) Προπ. (Κύζ. Μηχαν. Πάνορμ.) gούρνα Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. κ.ἀ.) ᾽ούρνα Κάρπ. Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βύθρ.) σγόρνα Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κερκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. γρούνα Ἰθάκ. Πληθ. κούρνας, τά Πόντ. (Τραπ. Τρίπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γρώνη. Βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,105. 2,286 καὶ Einleit., 91. Ὁ τύπ. γούρνα εἰς Σχολ. Ὀδυσσ. ζ 40 «πλυνοί· οἱ λίθοι ἐν οἷς πλύνουσιν... οἱ τόποι ἐν οἷς πλύνουσι τὰ ἱμάτια, γοῦρναι» καὶ εἰς Δουκ. «γούρνα· στάμνος, ὑδρία... σκάφη». Ὁμοίως εἰς Μαχαιρᾶν (ἔκδ. R. Dawkins) 1, 254 «καὶ κοντὰ εἰς τὴν γωνίαν εὑρίσκεται μία γούρνα μαρμαρένη». Ὁ τύπ. σγούρνα διὰ προσθήκης τοῦ σ, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Χ. Παντελίδ., Byzant. Neugr. Jahrb., 5 (1926-7), 427. Ὁ τύπ. κούρνα ὡς ἀντιδάνειον ἐκ τοῦ Τουρκ. kurnα.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Λάρναξ, λεκάνη μαρμαρίνη, ἐνίοτε δὲ καὶ ξυλίνη, πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ ὕδατος εἰς τὰς κρήνας καὶ τὰ λουτρὰ ἢ τοῦ ἐλαίου εἰς τὸ ἐλαιοτριβεῖον, πρὸς κατάθεσιν τῆς τροφῆς τῶν κατοικιδίων ζῴων, πρὸς πλύσιν διαφόρων ἀντικειμένων κ.τ.τ. κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Μισθ. Σινασσ. Φλογ.) Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Βάτικ. Πραστ. Χαβουτσ.) - Λεξ. Βάιγ. Βυζ. Μπριγκ.: Μιˬὰ γούρνα νερὸ κοιν. Πρὶν εἴχαμε γοῦρνες μὲ τσιμέντο, ὕστερα ξύλινες σκάφες Δωδεκάν. (Ἀγαθον.) Μούρωσε τὸ μουλάρι, νὰ bιˬῇ νερὸ ἀπὸ τὴ γούρνα Κρήτ. (Ἀνατολ.) Φέρνει λοιπὸς τὸ νερὸ μέσα σ᾽ ἕνα πηλοτσίκαλο, ρίχνει το ᾽ς τὴ γούρνα τοῦ χοίρου (πηλοτσίκαλο = πὴλινον ὑδροφόρον ἀγγεῖον) Κρὴτ. Πίνουν τὰ ζὰ νερὸ ἀπὸ τὴ γούρνα Κὥς. Νὰ γεμίσῃς τὴ γούρνα νερό, γιὰ νὰ πιˬῇ ὁ γάδαρος Μῆλ. Βγαίνει ὁ χοῖρος σας καὶ ὅλες τσὶ ᾽οῦρνες τσὶ γλείφει Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔρχοdαι ᾽ς τὴ σγούρνα τοῦ μουλαριˬοῦ μελιτζιˬὲς καὶ δὲ gαλοπίνει (μελιτζιˬὲς = μελίσσια) Πελοπν. (Ἀρεόπ.) Ἡ σγούρνα ἔναι γιομάτη νερὸ Πελοπν. (Καρδαμ.) Ἡ σγούρνα θέει νὰ dὴν ἔχῃς ἀτρούπητη, ὅdα τήνε πελεκᾷς Πελοπν. (Λάγ.) Τὸ γ᾽ρούνι ἁναιˬούλησε τὴ σγούρνα Πελοπν. (Οἴτυλ.) Χάλασε ἡ γούρνα καὶ δὲν μπορῶ νὰ πλύνω Πόρ. Βρωμάει ἡ γούρνα τσαὶ δὲν πίνουνε νερὸ τὰ ζὰ Εὔβ. (Βρύσ.) Νὰ βά᾽ς λίγο νερὸ ᾽ς τὴ γούρνα νὰ ξεπλύ᾽ς τ᾽ς ἀντρομίδες Εὔβ. (Ψαχν.) Πήαινε νὰ πλυθῇς ᾽ς τήβ βούρναν Κύπρ. Ἔρριψεν τὰ λουβίθκιˬα μέσα ᾽ς τήβ βούρναν τζαὶ ἐστούπ-ωσεν Κύπρ. (Πεδουλ.) Βάρτε νερὸ μέσα ᾽ς τὴ ᾽ούρνα νὰ πιˬοῦν τὰ μουάριˬα Νάξ. (Βόθρ.) Ἔχει μέσα ἡ βούρνα ᾽πόπιμ-μα τῶν χοιρῶν, καὶ γιˬατὰ ποὺ ᾽ὲν πίν-νει ὁ γάδαρος (γιˬατὰ ποὺ = διὰ τοῦτο) Τῆλ. Ἡ σγούρνα τοῦ λουτροῦ Ζάκ. Ἔβρεξε κ᾽ ἐγιˬομίσασι οἱ σγοῦρνες νερὸ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ρῖξε τὰ πίτουρα ᾽ς τὴ σγούρνα νὰ φά᾽σι οἱ κόττες αὐτόθ. Βάλε νερὸ ᾽ς τὴ σγούρνα νὰ πλύνου τὰ ροῦχα αὐτόθ. Μία σγούρνα λούπινα ἔφαε τὸ γ᾽ρούνι Πελοπν. (Πλάτσ.) Πῆι ἡ μάννα μ᾽ νὰ πλύ᾽ τὰ παννιˬὰ ᾽ς τὴ γούρνα Στερελλ (Φθιῶτ.) Ἔσπασ᾽ ἡ γούρνα τοῦ τσισμὲ κὶ τρέ᾽ (τσισμὲς = βρύσις) Θρᾴκ. (Μαΐστρ.) Θὰ ἀγλήσω τὴ γούρνα (θὰ ἀνοίξω τὴν ὀπὴν της διὰ νὰ χυθῇ τὸ ὕδωρ) Νάξ. (Δαμαρ.) Πάαινε νὰ παστρέψῃς τὴ γούρνα καὶ νὰ βγάλῃς τ᾽ ἀπάχερα Νάξ. (Γλινᾶδ.) Ἄφησε τὰ πιˬάτα ᾽ς τὴ σγούρνα νὰ dὰ πλύνω Κεφαλλ. Ἡ γούρνα τοῦ λιτριβείου (ἡ λιθίνη λεκάνη, ἡ δεχομένη τὸ ἐκ τῆς ἐκθλίψεως τῶν ἐλαιῶν προερχόμενον ἔλαιον) Εὔβ. (Κύμ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀργολ.) Σκῦρ. Ἡ γούρνα τοῦ χαμουριˬοῦ (χαμούρι = ὁ πολτὸς τῶν ἐλαιῶν) Σίφν. Σγούρνα πελεκητὴ Πελοπν. (Λάκων. Μάν.) Φκε͜ιάικαν νιˬὰ γούρνα καὶ τόιμα τρέισκεν ᾽ς τὴ γούρνα (κατεσκεύασαν μίαν γούρναν καὶ τὸ αἷμα ἔτρεχεν εἰς τὴν γούρναν) Καππ. (Μισθ.) Ἐγιομῆτε ἁ γούρνα ὕο (ἐγέμισε ἡ γούρνα νερὸ) Τσακων. (Πραστ.) Νὰ ἀνοίτσωμ᾽ γούρνα τὸ ξύλε (νὰ ἀνοίξωμεν κοιλότητα εἰς τὸ ξύλον) Τσακων. (Χαβουτσ.) || Φρ. Τό ᾽καμες γούρνα (τὸ κατέστρεψες) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Θὰ τοὺ κάμ᾽ γούρνα (θὰ ἀποτύχη) αὐτόθ. Θὰ σοῦ κάμω γούρνα τὸ τσεφάλι σου! (ἀπειλὴ) Μέγαρ. Ποὺ νὰ βκοῦν τὰ μάδκιˬα σου ταὶ νὰ γενοῦν βοῦρνες νὰ πίνουν οἱ κατσικουτάλες ( = ὄρνεα· ἀρὰ) Κύπρ. || Παροιμ. Κάθε μέρα ᾽ς τὸ χαμάμι, | χέζει ὁ διάβολος ᾽ς τὴ γούρνα (ἐπὶ τῶν ἐξοδευόντων τὴν περιουσίαν των εἰς ἀπολαύσεις) Ἤπ. || Αἰνίγμ. Σγούρνα μου πελεκητή, | μαρμαρένιˬα καὶ χυτὴ, π᾽ ἔχεις μέσα μαῦρα γίδιˬα | καὶ γλυκὸ κρασὶ (τὸ καρπούζι) Πελοπν. (Ξηροκ.) Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Σγούρνα μου πελεκητή, | μαρμαρένιˬα καὶ γλυφτή, πάει ὁ bούρbουλας νὰ πχῇ, | οὔτ᾽ ὁ bούρbουλας χορταίνει οὔτ᾽ ἡ σγούρνα ξεφυιριαίνει (ὁ ἥλιος καὶ ἡ θάλασσα· bούρbουλας= ὁ ἥλιος, ξεφυιριαινει = ἐλαττοῦται) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πάνω ᾽ς τὸ ὄρος, ᾽ς τὸ βουνὸ | ἔχει βούρναν ἀργυρῆ, πάει ό κόρακας καὶ πίνει, | μήτ᾽ ὁ κόρακας χορταίνει μήτ᾽ ἡ βούρνα δὲ φυραίνει (τὸ ἅγιον ποτήριον) Νίσυρ. Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || ᾌσμ. Μοῦ βγάζουν τὰ ζαγάριˬα μου μιˬὰ πλουμισμένη κόρη, ποὺ ἔπλενε καὶ λεύκαινε σὲ μαρμαρένιˬα σγούρνα Πελοπν. (Ξηροκ.) Ἔν᾽ νὰ σοῦ κάμω τὲς μαγε͜ιὲς ᾽ς τὴβ βούρναμ ποὺ πλυν-νίσκεις, νὰ ξαπολᾷς τὸ πλυμ-μαρκόν, νά ᾽ρκεσαι νὰ μὲ βρίσκῃ; Κύπρ. Νὰ βρῇ τσὶ γοῦρνες ἀδε͜ιανές, νὰ μπῇ νὰ τσὶ γεμίση Κρήτ. (Μαλάκ. κ.ἀ.) Μιˬὰ κοπελιˬὰ εἶδα κ᾽ ἔπλυνε σὲ μαρμαρένιˬες βοῦρνες Κάσ. Νά ᾽μουνα σγούρνα νά ᾽πλενες, νά ᾽μουνα γῆς νὰ ἐπάτε͜ιες, νά ᾽μουνα μοσκοσάπουνο ᾽ς τὰ χέριˬα νὰ μ᾽ ἐκράτε͜ιες Ζάκ. Συνών γοῦρνος, λαρνάκι, σκάφη, σκαφίδα, σκαφίδι, σκύφος. β) Μετων., ἡ ἐντὸς τῆς λάρνακος ὑδαρὴς ἐξ ἀλεύρου τροφὴ τῶν χοίρων Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Σφάληξε τὴ bόρτα, νὰ μὴν ἔbουν οἱ ᾽ειτονόχοιροι νὰ φά᾽ dὴ ᾽ούρνα. Συνών. γοῦρνος. 2) Ἡ ἀλευροθηκη τοῦ μύλου Πελοπν. (Καρδαμ. Λεῦκτρ.) 3) Ἡ ξυλίνη σκάφη διὰ τὸ ζύμωμα τῶν ἀλεύρων Ἀμοργ. Νάξ. (Κορων.) Κύπρ. Πόντ. (Τραπ.) - Λεξ. Βυζ.: Βάλε ᾽ς τὴν γούρναν νὰ ζυμώσουμεν Κύπρ. Γεῖρε μου λ-λίον νερὸν μέσ᾽ ᾽ς τὴν γούρναν αὐτόθ. || ᾌσμ. Τραύα με πάνω, μάστορη, τσ᾽ ἔχω ψουμὶν ᾽ς τὴν βούρναν Κύπρ. Ἔν᾽ νὰ σοῦ κάμω τὲς μαγε͜ιὲς ᾽ς τὴν βούρναν ποὺ ζυμώννεις, γιˬὰ νὰ χαμνᾷς τὸ ζύμωμαν, νά ᾽ρκεσαι νὰ μοῦ στρών-νῃς (χαμνᾷς = ἀφίνῃς) αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Ἀνθολ. Παλατ. 7. 736. Συνών. μάχτρα, πινάκι, πινακούλι, σκάφη, σκαφίδα, σκαφίδι. 4) Ξύλα ἐσκαμμένα, δι᾽ ὧν, ἐπαλλήλως τιθεμένων, μεταφέρεται τὸ ὕδωρ μακρὰν Ἄθ. β) Ὀχετὸς ἀνοικτός, συνήθως ἐκ ψευδαργύρου, πρὸς διοχέτευσιν ὕδατος ἢ ἄλλων ὑγρῶν, ὑδρορρόη Ἄθ. Κέρκ. Μαθράκ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ὀθων.: Ἔφκε͜ιακες τὴ σγόρνα τσῆ κατοικιˬᾶς καὶ δὲν ἔφκε͜ιανες καὶ τὴ στέρνα (κατοικιˬὰ = ἀγροικία) Ὀθων. Συνών. καναλέτο, κόρα, ρινοῦχος, σούγελο. γ) Κρουνὸς Α. Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Πόντ. (Κοτύωρ.): Τὸ πεγάδ᾽ πέντε γούρνας ἔχ᾽ (ἡ βρύση ἔχει πέντε κρουνοὺς) Κοτύωρ. δ) Ὀπὴ Μακεδ. (Βλάστ.) Πόρ. 5) Μικρὸν ἀγγεῖον, ὑδρία Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Στρόπον.) Ζάκ. Κύπρ.: Εἶν᾽ μικρὰ τὰ σπιθάριˬα, πιὸ μιγάλις εἶν᾽ οἱ γοῦρνις (σπιθάριˬα = πιθάρια, πίθοι) Στρόπον. Ἡ σημ. καὶ εἰς Βλάχ. καὶ Δουκ. 6) Κοίλωμα τοῦ ἐδάφους μετὰ ἢ ἄνευ ὕδατος, λάκκος ἢ κοιλότης τῆς κοίτης τοῦ ποταμοῦ πολλαχ. καἰ Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) Τσακων. (Πραστ.): Βλέπε μπρὸς σου, ἔ᾽ γούρνα Θράκ. (Τυρολ.) Εἶνι νιˬὰ γούρνα γιˬουμάτ᾽ νιρὸ κὶ θὰ πέσ᾽ κανένας μέσα Στερελλ. Ν᾽ ἀνοίξ᾽ς νιˬὰ γούρνα κὶ νὰ χώῃς κεῖνου τοῦ ψόφιου σκ᾽λλί, νὰ μὴ βρουμάῃ αὐτόθ. Ἄι πνίξ᾽ σὶ μνιˬὰ γούρνα νιρό, νὰ μὴ φαίνισ᾽ σὶ κόσμου!Στερελλ. (Κολάκ.) Τὰ θ᾽κά μ᾽ τὰ χουράφιˬα εἶν᾽ οὕλα σὶ γούρνα Στερελλ. (Σπάρτ.) Τοὺ χουράφ᾽ γιˬόμ᾽σι νιρὸ ᾽ς τ᾽ς γοῦρνις Ἤπ. (Ζαγόρ.) Εἶχι νιρὸ μιˬὰ γούρνα κ᾽ ἤπιˬαν τὰ πρόβατα αὐτόθ. Ἦταν μιˬὰ γούρνα μὶ νιρὰ κὶ δὲν τ᾽ν εἶδα κὶ πάτ᾽σα μέσα κὶ βρά᾽κα Ἤπ. (Κουκούλ.) Μπῆκαν τὰ γ᾽ρούνιˬα ᾽ς τοὺ σπαρτὸ κὶ τοὺ γιˬόμ᾽σαν γοῦρνις Στερελλ. (Γραν.) Ἔβρεξε τσαὶ γεμίσανε οἱ σγοῦρνες Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Νὰ βάλῃς τὸ λινάρι ᾽ς τὴ σγούρνα αὐτόθ. Τουλίστηκε τὸ γουρούνι ᾽ς τὴ γούρνα κ᾽ ἔγινε οὕλο λάσπη Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Θὰ βροῦμε καμμιˬὰ τρανὴ γούρνα νὰ κάνουμε μπάνιˬο Πελοπν. (Κερπιν.) Ἡ σγούρνα ᾽ς τὸν Ἅγι bέτρο ἔναι κάργα ᾽πὸ βαρτακλᾶδες (= βατράχους) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Τὸ ινάρι θὰ τὸ πᾶμε ᾽ς τὴ σγούρνα νὰ τὸ ξεβροχιˬάσωμε Πελοπν. (Πραστ.) Δὲν τὸν λεπ᾽ς π᾽ τό ᾽χου σ᾽μαδ᾽μένου μὶ γοῦρνις τοὺ χουράφ᾽; Εὔβ. (Στρόπον.) Οὐ δρόμους γί᾽κι οὕλου γοῦρνις Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μέσα ᾽ς τὴ γούρνα ἔ᾽ ψάριˬα Μακεδ. Ἡ παππᾶς πῆγι ᾽ς τοῦ χουράφ᾽, ἔσκαψι μιˬὰ γούρνα, ἔβαλι τοὺ πιδὶ τ᾽ μέσα κὶ τοὺ σκέπασι Μακεδ. (Δασοχώρ.) Ἄ᾽γι μιˬὰ γούρνα σὶ μιˬὰ μιριˬὰ ᾽ς τοὺ χουράφ᾽ κ᾽ ἔβαι τοὺ ρόιδου Μακεδ. (Ρητίν.) Τοὺ ᾽τάρ᾽ ἀπ᾽ αὐτὴ τ᾽ γούρνα dάιμα μὶ σαπίζ᾽ (dάιμα = πάντα) Χίος (Φυτ.) Θὰ τὶς ᾽γλήσουνε τὶς γοῦρνες (θὰ ἀπαντλήσουν τὸ νερὸ τῶν κοιλωμάτων τῆς κοίτης τοῦ ποταμοῦ πρὸς ἁλιείαν ἐγχέλεων) Ἄνδρ. Ἠ γούρνα γέμ᾽σι νιρὸ Ἁλόνν. Σὲ μιˬὰ γούρνα τ᾽ ἀκρωτηριˬοῦ ἔπιˬε νερὸ ἡ σκύλλα μου καὶ φούσκωσε Ἰθάκ. Πάου d-dὰ πουλ-λιˬὰ ᾽ὰ πιˬοῦν νερὸ g᾽ ηὗρα d-dὴ γούρναν ἄδε͜ια (ἐκ παραμυθ.) Σύμ. Ἡ γούρνα τοῦ ᾽ένdρου (= ὁ περὶ τὴν ρίζαν τοῦ δένδρου λάκκος) Κάλυμν. Σκαφίω τὴ gούρνα, νὰ πάῃ τὸ νερὸ νὰ ποτίῃ τὸ φασούλ᾽ Γαλλικ Ἔτσι άε τάσ᾽ τὰ γούρνα μὲ τὸ χωύγι σ᾽ ἐδᾶτε (= ἔπεσε μέσα εἰς τὸν λάκκον μὲ τὸν ἀσβέστην καὶ ἐκάη) Πραστ. Συνών. γούρνιˬασμα 2, λάκκος, λακκούβα, λούμπα. β) Κῶνοι χώματος, οἵτινες δημιουργοῦνται κατὰ τὴν ἐκσκαφὴν τῶν ἀμπέλων Ε. Πονηροπούλ., Ἀμπελουργ. (ἔκδ. 1876), 48. γ) Ἀβαθὴς λάκκος ἐντὸς τῆς οἰκίας, ὅπου ἐτοποθετεῖτο ὁ ἀργαλειὸς καὶ συνεκδ. αὐτὸς οὗτος ὁ ἀργαλειὸς Εὔβ. (Γαλτσ.) Θεσσ. (Ἀλμυρ.): || ᾎσμ. Σὰν ἀποθάνω, θάψε με ᾽ς τὴ γούρνα τ᾽ ἀργαλε͜ιοῦ σου Εὔβ. (Γαλτσ.). Συνών. ἀργαλε͜ιὸ 2, ἀργαστήρι 3, γούβα 9α, λάκκος. 7) Τάφος Θεσσ. (Βαθύρρ. Γερακάρ. Μελιβ. Πτελοπούλ. Συκαμν. Τσαρίτσ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Ἀλμ. Ἐλληνοχώρ. Μάλγαρ. Σουφλ.) Μακεδ. (Ἀρν. Βελβ. Βέρ. Βλάστ. Βρία Γαλατ. Γρεβεν. Δεσκάτ. Ἐράτυρ. Καστορ. Καταφύγ. Κοζ. Σιάτ. Φυτ.): Ἀνοίγουν d᾽ γούρνα ᾽ς τοὺ νικρουταφεῖου κὶ κατιβάζ᾽ν κάτ᾽ d᾽ gάσσα Πτελοπούλ. Σκάψ᾽τι πουλὺ τ᾽ γούρνα, εἶνι ψ᾽λὸς οὑ μακαρίτ᾽ς Γαλατ. ᾽Σ τὶς γοῦρνις βάνουμι σταυρὸν ἀποὺ ύλου Φυτ. Τοὺν πιθαμένουν τοὺν παράχουσαν ᾽ς τὴ γούρνα Κοζ. Ἄνοιξαν μίνιˬαν μιγάλη γούρνα γιˬὰ τοὺ bαππᾶ Μάλγαρ. || Φρ. Ἀ σὶ φάῃ οὑ γιˬὸς μ᾽ οὑ ἀστρίτ᾽ς, πᾶρι τσαπὶ κὶ φκυˬάρ᾽ κι ἄ᾽ξι τὴ γούρνα σ᾽ (τὸ δάγκαμα τοῦ ἀστρίτη θεωρεῖται θανατηφόρον) Τσαρίτσ. Θὰ σὶ φκε͜ιάσου τ᾽ γούρνα σ᾽! ( = θὰ σὲ δείρω ἀνηλεῶς μέχρι θανάτου) Βλάστ. Μὶ τοὺ ἕνα πουδάρ᾽ ᾽ς τ᾽ γούρνα εἶι (= ἐπὶ ἑτοιμοθανάτου) Ἐράτυρ. Νὰ σὶ βάλου ᾽ς τὴ γούρνα σ᾽! (ἀρὰ) Γρεβεν. || Παροιμ. Ὅπο͜ιους σκάφτ᾽ ἄλλουν τ᾽ γούρνα, | νὰ τ᾽ μάζ᾽ γιˬὰ τοὺν ἱαυτό τ᾽ (ὁ ἐπιβουλευόμενος ἄλλον πάσχει ὁ ἴδιος ὅσα ἐπιβουλεύεται) Κοζ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Συνών. παροιμ. Ὅπο͜ιος σκάφτει τὸ λάκκο τοῦ ἄλλου, μπαίνει ὁ ἴδιος μέσα. Συνών. γούβα 3, κιβούρι, λάκκος, μνῆμα, μνημούρι, τάφος. 8) Φρέαρ Ἤπ. Θρᾴκ. (Σουφλ.) 9) Δεξαμενὴ Ἁλόνν. Ἤπ. (Ξηροβούν. Ραδοβύζ.) Θεσσ. (Μηλ. Τσαγκαρ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Κάσ. Κίμωλ. Κρήτ. (Ρέθυμν.) Κύθηρ. Κύπρ. (Κυθρ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Βόλβ. Νάουσ. Παγγ. Χαλκιδ.) Πάρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Καμίν. Λακεδ.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Αμφιλοχ. Ἀράχ. Γραν. Λεβάδ. Ναύπακτ. Περίστ.) Τῆν. - Λεξ. Περίδ. Βλαστ. 294: Γιˬόμισ᾽ ἡ γούρνα Γραν. Πᾶμε ν᾽ ἀμπολύσουμε τὴ σγούρνα νὰ ποτίσουμε Καμίν. Βρῆκα ᾽ς τὸ χωράφι μιˬὰ μικρὴ γούρνα μὲ νερὸ κ᾽ ἤπιˬα ἀπὸ τὴ δίψα μου Λακεδ. Δὲν ἔβλεπα μέσα ᾽ς τὴ νύχτα κ᾽ ἔπισα μέσα ᾽ς τὴ γούρνα Νάουσ. Ἡ γούρνα μ᾽ ἔ᾽ μιˬὰ στινὴ ἁπου᾽στάρα κὶ τοῦ νιρὸ βγαί᾽ σὰ κλουστὴ (ἀπου᾽στάρα = ὀπὴ) Περίστ. Ἔφκε͜ιασα μιˬὰ γούρνα νὰ πουτίζου τοὺν κῆπου Αἰτωλ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. β) Ὁ λάκκος εἰς τὸ κέντρον τοῦ βυθοῦ τῆς δεξαμενῆς Μεγίστ. Συνών. λιμπί, πηγαδῖνα. 10) Μικρὰ κοιλάς, κοίλη περιοχὴ γῆς, περιφέρεια, περιοχὴ Ἀστυπ. Εὔβ. (Αἰδηψ. Ψαχν.) Θήρ. Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ. Κοπαν. Μεσσην.) Στερελλ. (Καλοσκοπ. Περίστ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) - Δ. Λουκοπ., Ποιμεν. Ρούμελ., 72: Ἤτανε γιˬατρὸς ξακουστὸς σ᾽ οὕλη τὴ γούρνα Δάρα Ἀρκαδ. Αὐτείν᾽ ἡ γούρνα ἔ᾽ ἀρματουλί᾽ Περίστ. Σὲ θυμῶμαι πού ᾽σαι ᾽πὸ τὴ δική μας γούρνα Ψαχν. ᾽Σ τὴ γούρνα μας ᾽μεῖς δὲ μιλᾶμε ἔτσ᾽ αὐτόθ. Τὸ δεῖνα χωριˬό, ἡ δεῖνα ἡ γούρνα, μπορεῖ κ᾽ ἔχει γίδιˬα μεγαλόσωμα, ἡ ἄλλη μικρόσωμα Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾎσμ. Τσοιμᾶτ᾽ ό ἥλζιˬος ᾽ς τὰ βουνὰ τσ᾽ ἡ πέρδικα ᾽ς τὴ γούρνα Ἀστυπ. Συνών. λάκκος. 11) Τὰ κενὰ μέρη τῆς κάλαμοφυτείας Δελτ. ὑδροβ. Σταθμ. 3, 79. 12) Τὸ ἀνάλημμα τῶν κτημάτων, τὸ πεζούλι, τεμάχιον κτήματος Ἤπ. (Παλάσ. Χιμάρ.). Συνών. γρέμπα 1, λαχίδι, μάντρα, πετσούρι, τεμάχι. 13) Εἶδος παιδιᾶς, κατὰ τὴν ὁποίαν οἰ παῖκται σκάπτουν λακκίσκον, θέτοντες δὲ τετράγωνον λίθον εἰς τὸ ἄνω μέρος αὐτοῦ προσέρχονται ἔπειτα ἀνὰ εἷς καὶ κρατοῦντες ἕκαστος ἀνὰ πέντε λιθάρια ρίπτουσιν αὐτὰ ἐξ ἀποστάσεώς τινος εἰς τὸν λακκίσκον καί, ἐὰν μὲν εἰσέλθουν εἰς αὐτὸν δύο ἢ τέσσαρα, ὁ παίζων κερδίζει, ἄλλως χάνει Ἤπ. (Ἄρτ.) Θεσσ. (Καρδίτσ.) Μακεδ. (Δασοχώρ.) Σάμ. (Πβ. τὸ ἀρχ. τρόπα, διὰ τὸ ὁπ. βλ. Πολυδ. 9, 103). 14) Εἶδος παιδιᾶς, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παῖκται ἵστανται πλησίον μικροῦ λάκκου ἕκαστος, εἶς δ᾽ ἐξ αὐτῶν ρίπτει σφαιρικὸν ἀντικείμενον, τόπι, εἰς τοὺς λάκκους. Ὁ παίκτης, εἰς τὸν λάκκον τοῦ ὁποίου θὰ εἰσέλθη τὸ τόπι, ἁρπάζει τοῦτο καὶ κτυπᾷ τοὺς ἐν τῷ μεταξὺ σπεύδοντας νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἄλλους παίκτας. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ κτυπηθῇ παρ᾽ αὐτοῦ λαμβάνει τὴν θέσιν τοῦ κυνηγοῦ καἰ παρακάθηται εἰς τοὺς λάκκους, ἴνα συνεχισθῆ ἡ παιδιὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. γουβίτσες, (εἰς λ. γουβίτσα 4α) γουρνίτσα 2, γουρνούλα 2. Β) Μεταφ. 1) Ἡ τομὴ ἡ ὁποία γίνεται διὰ τὸν ἐμβολιασμὸν τῶν ἐλαιοδένδρων Μακεδ. Συνών. γούβα 15. 2) Ὁ μικρὸς λάκκος ὁ ὁποῖος σχηματίζεται ἐνίοτε εἰς τὸν πώγωνα Σάμ. (Παλαιόκαστρ.) Στερελλ. (Σπάρτ.): Ἰκε͜ιὸς οὑ γουρνουτσάουλους ἔ᾽ γούρνα ᾽ς τοὺ κατακλείδ᾽ (= κάτω σιαγόνα) Σπάρτ. Συνών. λακκάκι, λακκουβάκι, λάκκουδο. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γούρνα καὶ Γοῦρνες πολλαχ. Γοῦρνις πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Βούρνα Κύπρ. Ρόδ. Τῆλ. Βοῦρνες Κάρπ. Κύπρ. Νίσυρ. Τῆλ. Σγούρνα Κέρκ. (Σιν.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λαγκάδ. Λογγ. Μάν. Τριφυλ.) Σγοῦρνες Ζάκ. Μακεδ. (Κοζ.) Σγούρα Σαμοθρ. Ὀύρνα καὶ Ὀῦρνες Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κινίδ.). Ἐπίσης καὶ ὡς τοπων. συνεκφερομένη α) μετ᾽ ἐπιθέτων Ἄσπρη Γούρνα Ἀμοργ. Βαθε͜ιὰ Γούρνα Μακεδ. (Βόιον) Παρ. Γειρτὴ Γούρνα Σῦρ. Μεγάλη Γούρνα Πελοπν. (Κόκκιν.) Μακριˬὰ Σγούρνα Πελοπν. (Μάν.) Βαθε͜ιὲς Γοῦρνις Μακεδ. (Βόιον). Ἐπίσης ὡς τοπων. μετ= ἐπιρρ. Ἀπάν= Γούρνα Στερελλ. (Αἰτωλ.) καὶ μετὰ κυρ. ὀν. Βιλῆ Γούρνα Μακεδ. (Καστορ.) Βριτοῦ Γούρνα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γάλλ= Γούρνα Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Γιˬά= dραγάd= Γούρνα Μακεδ. (Καστορ.) Μαριˬανόπ᾽κου Γούρνα Μακεδ. (Καισάρ.) Μούτ= Γούρνα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μπουγάνη Γούρνα Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Μπούρα Γούρνα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γούρνα τ᾽ Νάκ= Μακεδ. (Βόιον) Παράσχου Γούρνα Μακεδ. (Καταφύγ.) Προφόρου Γούρνα Κάλυμν. Τούρκου Γούρνα Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Φασού= Γούρνα Μακεδ. (Πελεκάν.) Γούρνα Χαλκιˬᾶ Θεσσ. (Συκαμν.) Χαρογιˬά= Γούρνα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Στάθη Γοῦρνες Πελοπν. (Ἀράχ.) Κανέ= Γοῦρνις Στερελλ. (Αἰτωλ.) Παπαβασί= Γοῦρις Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Τρουμπᾶ Γοῦρνις Θεσσ. (Πήλ) Δράκου Βούρνα Ρόδ. (Ἔμπον. Σάλακ.) Μιχαλάνdαινας Βούρνα Τῆλ. Μορένου Βούρνα Τῆλ. Ἅι Πανdελέμονα Βοῦρνες Τῆλ. Ὀῦρνες bολιbᾶ Νάξ. (Κινίδ.) καὶ μετὰ ἀριθμτ. Δgυὸ Γοῦρνες Κῶς (Πυλ.) κ.ἄ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/