ἀσπρόπιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρόπιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσπρόπιστος ἐπίθ. Ἀστυπ. Σύμ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄσπρο, δι᾽ ὅ ἰδ. ἄσπρος, και πιστι.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος ποῦ πιστεύει εἰς τὸ χρῆμα ὡς εἰς Θεόν, φιλαργυρώτατος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀσπρόπιστος ἄνθρωπος. Συνών. παραδόπιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA