ἀπανεβαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανεβαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπανεβαίνω ἀμάρτ. ἀπανεβαίνου Σκῦρ. ἀπανιβαίνου Θρᾴκ. Ἴμβρ. Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ.) Σαμοθρ. Σάμ. ἀπαναβαίνω Ἰων. (Σόκ.) ᾿πονεβαίνω Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀνεβαίνω.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Γίνομαι φορτικός, ἐπιμόνως ἐνοχλῶ τινα Ἴμβρ. Ἰων. (Σόκ.) Σαμοθρ. Σάμ.: Τί ἔχεις καὶ ἀπαναβαίνεις τὴ γυναῖκα σου; Σόκ. Ἦιτι κὶ μᾶς ἀπανέβ’κι (ἦιτι=ἦρθε) Σαμοθρ. ’Σ τοὺ δρόμου ηὗρα ἕνα μιθυσμένου κὶ μ’ ἀπανέβ’κι Σάμ. 2) Κάμνω παρατηρήσεις, ἐπιπλήττω Σάμ: Πῆα κιˬ ἀπανέβ’κα τὴν τάδι, γιατὶ ἔδ’ρι τοὺ πιδί μ᾿. 3) ᾽Εξαναγκάζω τινὰ Ροδ: Ἐπονέβην με πεˬὸν κ᾽ ἐμίλησα. Β) Ἀμτβ. 1) Γίνομαι σφοδρότερος, ἐντείνομαι Θρᾴκ. Μακεδ (Κοζ. κ.ἀ.): ᾿Ν ἔδουκαν στουμα’κό, ᾽ν ἔδουκαν μπάλτσαμουν, οὑ πόνους ἀπανέβινιν Κοζ. Οὑ βασ’λὲς τόμ’ τ’ ἄκ’σι, πλεˬότιρου τ᾿ ἀπανέβ’ κι ἡ ἔρουτας (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. Συνών. ἀνεβαίνω Α9. 2) Ἔρχομαι, ἐπέρχομαι Σκῦρ.: Τσ᾿ ἀπανεβήκανε τσ᾿ καμένης τὰ παιδιˬὰ τὸ ἕνα ’πὰ ᾿ς τ᾿ ἄλλο. 3) Διαβαίνω κατὰ τύχην Σκῦρ.: Φαίνεται ἀπανέβη τσείνη τ᾽ν ὥρα κἀνεὶς τσαὶ ἀπὸ τὸ φόβο του ἔφ’γε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/